γλινώνω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλινώνω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γλινώνω Ἤπ. (Ξηροβούν.) Θήρ. Κρήτ. Νάξ. γλινώνου Θεσσ. (Μοσχολούρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γλίνα.
Σημασιολογία
1) Λιπαίνω Κρήτ. 2) Ρυπαίνω Ἤπ. (Ξηροβοόν.) Κρήτ. Συνών. γλινιˬάζω 3. 3) ᾽Αλείφω μὲ γλίναν, ἤτο: μὲ ἀργιλλῶδες χῶμα Θεσσ. (Μοσχολούρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ.): Ὕστιρα ζ’μώναν χῶμα ποὺ γλίνουι, ρίχναι κὶ βουνιˬὰ κὶ τοὺ τρώναι τοὺ φοῦρνου (γλίνουι = ἐγίνετο πηλὸς) Μοσχολούρ. 4) ’Αμτβ., πήγνυμι, στερεοποιοῦμαι, ἐπὶ λίπους ἢ λιπαρᾶς οὐσίας Θήρ. Νάξ: Ἡ σάλτσα τοῦ φαγητοῦ ἐγλίνωσε Νάξ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA