γλιστέρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιστέρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γλιστέρα ἡ, Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πελοπν. (Γαργαλ. Βαλτ. Βερεστ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. κ.ἀ.) ἐγλστέρα Πόντ. (Χαλδ.) γλιτζέρα Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γλιστερός. Ὁ τύπ. γλιτζέρα κατ᾿ ἐπίδρασιν τοῦ γλίτσα.
Σημασιολογία
1) Τὸ ζῷον Σκώληξ ὁ γήινος (Lumbricus terrestris) Πελοπν. (Γαργαλ. Βάλτ. Βερεστ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Ποταμ. κ.ἀ.) ᾽Εμάζωξα καμπόσες γλιστέρες καὶ τὶς ἔδωκα ’ς τὰ κλωσσοπούλλιˬα Γαργαλ. Ὁ Χρῆστος τοῦ Φιλώνη ἔπιˬασ᾽ ἕνα κοσσυφόπ’λλο σακά’ ’ς τὰ ρέματα καὶ τὸ ταΐζει οὕλο γλιστέρες αὐτόθ. Τώρα τὴν Ἄνοιξη ἀποβραδυˬοῦ βγαίνουνε ’κεῖνες οἱ μαγκοῦφες οἱ γλιστέρες ὄξω ’ς τὴν αὐλὴ κ’ ἔναι νιˬὰ σιχασὰ νὰ-ν-ντὶς γλέπεις Βάλτ. Συνών. βλ. εἰς λ. γλιστριˬὰ 3. 2) ’Επὶ ἀντικειμένου λείου, ὀλισθηροῦ Α. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Πόντ. (Χαλδ.): ᾎσμ. Κ’ οἱ Τοῦρκοι σὰν τοῦ ἄκουσαν, πᾶνι νὰ τοὺν κριμάσουν· κάνουν τοὺ ἄλμπουρου σταυρὸ κὶ τοὺ σκοινὶ γλιστέρα Σωζόπ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA