ἀπείκασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπείκασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
ἀπείκασμα τό, Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Θρᾴκ. (Σκοπ. κ.ἀ.) Κρήτ. ἄπ’κασμα Μακεδ. (Κοζ.)
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπείκασμα.
Σημασιολογία
1) Εἰκασία Μακεδ. (Κοζ.): Ἀπ’κάσματα εἶν᾿ αὐτά. 2) Ἀντίληψις, νόησις Θρᾴκ. (Σκοπ. κ.ἀ.) Συνών. ἀπεικασίδα. 3) Αἴνιγμα Ἤπ. (Ζαγόρ. κ.ἀ.) Θεσσ. Συνών. ἰδ. ἐν λ. ἀπεικασιˬὰ 3.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA