γρυλλισμὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γρυλλισμὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γρυλλισμὸς (Ι) ὁ, Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γρυλλίζω (Ι).
Σημασιολογία
Τὸ ὑπερβολικὸν ἄνοιγμα τῶν ὀφθαλμῶν: Εἶdα γρυλλισμὸς τῶνε ἐμμαθιῶν ἦτον εὐτός!
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA