ἀπεικαστικὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεικαστικὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπεικαστικὸ τό, ἀμάρτ. ἀπεικαστ’κὸ Θεσσ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπεικαστικός.

Σημασιολογία

Αἴνιγμα: Πές μ᾽ κἄνα ἀπεικαστ’κό. Συνών ἰδ. ἐν λ. ἀπεικασιˬὰ 3.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/