ἀπεικαστὸ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπεικαστὸ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπεικαστὸ τό, Ἤπ. –Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Πρω. Δημητρ. ἀπ’καστὸ Ἤπ. Θεσσ. Στερελλ. (Δωρ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπεικαστός.

Σημασιολογία

Ἀπεικαστικό, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Παίζουμε ἀπεικαστά; Λεξ. Μ.’Εγκυκλ. Νὰ σοῦ ’πῶ ’ν’ ἀπ’καστὸ κιˬ ἄν τ’ ἀπ᾽κάσῃς Ἤπ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/