ἀπειλὴ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπειλὴ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπειλὴ ἡ, λόγ. κοιν. καὶ δημ. Κύπρ. ἀπ’λὴ Ἀμοργ. Μύκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πάρ. (Λευκ. Παροικ. κ.ἀ.) ἀπ’λιˬὰ Σέριφ.

Ετυμολογία

Τὸ ἀρχ. οὐσ. ἀπειλή.

Σημασιολογία

1) Φοβερισμός, φοβέρα λόγ. κοιν. καὶ δημ. Κύπρ: Φρ. Ἔν’ τῆς ἀπειλῆς (εἶναι δόλιος) Κύπρ. 2) Ραγδαία βροχὴ Ἀμοργ. Μύκ. Νάξ. (Γαλανᾶδ.) Πάρ. (Λεῦκ. Παροικ. κ.ἀ.) Σέριφ. κ.ἀ.: Ἔπεσε ἀπ’λὴ κ’ ἐχάλασε τὸ χωράφι Ἀμοργ. Ἀπόψε ἔκαμε ἀπ’λὴ καὶ τὰ πῆρε σφάρνα ὅλα Πάρ. Θρῆνος ἤκανε αὐτὴ ἡ ἀπ’λὴ Λεῦκ. || Φρ. Ἀπ᾿λὴ βροχὴ (ραγδαία βροχή, ἀντί: ἀπειλὴ βροχῆς) Γαλανᾶδ. Σήμερι εἴχαμε ἄπ’λιˬὰ βροχὴ Σέριφ. Διὰ τὴν σημ. πβ. Γεωπον. 1,14,12 (ἔκδ. Beckh) «τὴν τῆς χαλάζης ἵστησιν ἀπειλήν. Συνών. μπόρα. 3) Λάσπη ἕνεκα βροχῆς Ἀμοργ.: Μὲ τέτο͜ια ἀπ’λὴ ἔβαλες τὰ κτήματα μέσ᾿ ᾿ς τὸ χωράφι; (κτήματα=ζῷα).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/