ἀπειλῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπειλῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
ἀπειλῶ λόγ. κοιν.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἀπειλῶ.
Σημασιολογία
Φοβερίζω: Τὸν ἀπειλεῖ ὅτι θὰ τὸν δείρῃ-θὰ τὸν μαρτυρήσῃ κττ. Μ’ ἀπείλησε πῶς θὰ μὲ χτυπήσῃ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA