γλιστερὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλιστερὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γλιστερὸς ἐπίθ. σύνηθ. γιστερὸς Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) γλιστιρὸς Μακεδ. (Βαρβάρ.) Σάμ. Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν. Σπάρτ.) γλιστρερὸς Ζάκ. Κρήτ. Νάξ. (᾽Απύρανθ.) - Γ. Ξενόπ., Κατήφ., 161 Γ. Χατζιδ. ΜΝΕ 1, 160 Μ. Φιλήντ., Γλωσσογν., 2. 138 γλιστ’ρὸς ’Αμοργ. Λέσβ, Μακεδ. (Σιδηρόκ.) γλιτ’ρὸς Εὔβ. (Λιχὰς)-Κ. Foy Lauts. griech. Vulgr., 15 - Λεξ. Δημητρ. γλιαστερὸς Κύπρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀρχ. ἐπιθ. ὀλισθηρὸς διὰ τοῦ *λισθερὸς > λιστερὸς > γλιστερός, καθὰ ὑγιηρὸς > ὑγιερὸς > γερός. Βλ. Β. Φάβ. εἰς ᾿Επετ. Φιλοσ. Σχολ. Πανεπ. Θεσσαλον., 5 (1640) 76. Ὁ τύπ. γλιστερὸς καὶ εἰς Δουκ.
Σημασιολογία
1) ’Ολισθηρὸς σύνηθ.: Δρόμος-κατήφορος γλιστερὸς σύνηθ. Τὸ χέλι ’ναι γλιστερὸ Νάξ. (’Απύρανθ.) Θυμᾶσαι γλιστερὴ πού ’τον ἡ κυλίστρα; αὐτόθ. Τὰ gρεμνὰ πού ’ν’ ἐκεῖ, εἶναι ὅο γλιστερά, σὰ σαπουνισμένα αὐτόθ. Τὸ ψάριν ἔν᾽ γλιˬαστερὸν τζ’ ’ὲμ πκιˬάνεται Κύπρ. Τὸ μυξινάρι εἶναι γλιστερό, ἔχει πολλὴ γλίτσα ἀπάνω του (μυξινάρι = ὁ ἰχθὺς μυξῖνος) ’Αντίπαξ. Παξ. ᾽Ετουτουὰ τὸ σίδερο εἶναι γλιστερὸ (ἐτουτουὰ = αὐτὸ δὰ) Κρήτ. (Μάλλ.) Ἦτο γκάποτε ἐτσεῖ πέτρα γλιστερὴ Χίος. Τ’ς Γλιτ’ρόπιτρις τ᾿ς λὲν ἐτά, γιˬατ᾿ εἶν᾿ οὕλου πέτρις γλιτ’ρὲς Εὔβ.(Λιχάς). Τὰ γλαστράκιˬα εἴχαι κάτ’ φύλλα γλιστιρὰ (γλαστράκιˬα = εἶδος ἀγρίου λαχάνου) Μακεδ. (Βαρβάρ.) Τὰ χέλιˬα εἶι πουλὺ γλιστιρά, τὰ πιˬά’ς κὶ γλιστρᾶι Στερελλ. (Σπάρτ.) ᾿Ανέβαινε σιγὰ-σιγὰ τὶς γλιστερὲς σκάλες τῶν σαραγιˬῶν Γ. ’Επαχτίτ., Προπύλ. 1, 232. Πῆρε τὸ μονοπάτι ποὺ ἀνηφόριζε γλιστερὸ ἀνάμεσα ἀπὸ τὰ πυκνὰ ἔλατα Π. Νιρβάν.,’Αγριολούλ., 176. Πόσο λίγο καταλάβαινε ἡ δυστυχισμένη ἡ ’Αργυρὼ τὸ γλιστερὸ κατήφορο ποὺ εἶχε πάρει; Γ. Ξενόπ., Ἡ τιμ. τοῦ ἀδελφ., 140 || Φρ. Γλιστερὸς σὰν τὸ λάδι (ἐπὶ πονηρῶν διαφευγόντων τὸν ἔλεγχον ἢ τὴν τιμωρίαν) Πελοπν. (᾽Αρκαδ.) || ᾎσμ. Ἐκεῖ ’ναι ἡ πλάκα γλιστερὴ | καὶ σιδερένιˬα ἡ κλειδαριˬά, ποὺ δὲ σγουριˬαίν’ κιˬ οὔτε σπᾷ, κιˬ ὁ Χάρος ἔχει τὰ κλειδιˬά (μοιρολ.) Πελοπν. (Καρβελ.) || Ποιήμ. Δὲν εἶμαι δέντρο, εἶμαι κουφάρι, εἶμαι ἡ μονιˬὰ τοῦ σάπιˬου, ἡ τρῦπα τοῦ γλιστεροῦ, χτύπα με, χτύπα, τί ἀργεῖς, ὦ πελέκα, τί ἀργεῖς Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 122 Νοῦς καὶ ψυχή μου εὐφραίνονται καὶ παίζουν ἀκροβάτες ᾿ς τῆς ἁρμονίας τὸ γλιστερὸ σκοινὶ χεροπιˬαστοὶ Μ. Ζώτου, ’Αφιέρωμ., 64. Ἡ σημ. καὶ εἰς Δουκ. 2) Ὁμαλός, λεῖος Εὔβ. (Κάρυστ.) Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Πελοπν. (Γορτυν. Μάν.) Σῦρ. Χίος (Πισπιλ. κ.ἀ.) Ἕνας bουφὲς καλουˬαλισμένος, γλιστερὸς ’Απύρανθ. || Αἰνίγμ. Ἀπόξου γλιστερὸ | κιˬ ἀπομέσα μαλλιαρό, κιˬ ἀπομέσ’ ἀπ’ τὸ μαλλὶ | ἔχει μνιˬὰ bουκιˬὰ καλὴ (τὸ κάστανον) Μάν. Ἀ’ὸ ᾽πέξω γιστερὸν | τ’ ἀ’ομέσα μαλ-λιˬαρόν, τ᾽ ἀ’ομέσ’ ἀφ’ τὸ μαλλίν | εἶναι μιˬὰ βουτ-τιˬὰ καλὴ (ὁμοίως τὸ κάστανον) Πισπιλ. Ὄξω εἶν᾽ ἀγκιστερὸ | κιˬ ἀπομέσα γλιστερό, κιˬ ἀπομέσαμ τὸ μπουκὶ | εἶναι μιˬὰ μπουκιˬὰ καλὴ (ὁμοίως τὸ κάστανον) Κάρυστ. Τὸ αἴνιγμ. εἰς διαφόρ. παραλλαγ. κ.ἀ. 3) Γλοιώδης Νάξ. (᾽Απύρανθ.): Δὲ τζὶ θέω τσὶ bάμιˬες, ᾽ιˬατὶ εἶναι γλιστρερές, σιχαμὸς μέσ’ ’ς τὸ στόμα. 4) Εἰς συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, ὁ σάπων Πελοπν. (Λαγκάδ.) Ἡ λ. καὶ ὡς τοπων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Αγλιστερὲς οἱ, Ζάκ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA