ἀπειρήνευτος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπειρήνευτος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπειρήνευτος ἐπίθ. ἀπάρ’νευτος Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. *ἀπειρηνευτὸς<*ἀπειρηνεύω. Διὰ τὴν στερητ. σημ. τοῦ ἀρκτικοῦ ἀ ἰδ. ἀ- στερητ. 2α.

Σημασιολογία

Ὁ μὴ παύσας νὰ κλαίῃ: Ἀπάρ’νευτος εἶναι ἀκόμα.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/