ἄπειρος (Ι)
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἄπειρος (Ι)
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἄπειρος ἐπίθ. (Ι) λόγ. κοιν. ἀνάπειρος Θρᾴκ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. ἐπίθ. ἄπειρος.
Σημασιολογία
Ὁ μὴ ἔχων πεῖραν, ἀνεπιτήδειος: Εἶναι ἄπειρος ἀκόμα ᾽ς τὴ δουλε͜ιά του. Γυναῖκα ἄπειρη δὲν τὰ κατάφερε.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA