γλίστρημα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίστρημα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γλίστρημα τό, σύνηθ. καὶ Καππ. (’Αραβάν. Γουρτον.) γλίστησμα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) - Λεξ. Βάιγ. Αἰν. γλίστησμαν Λυκ. (Λιβύσσ.) ἀγκλίστρημα Ἤπ. γκλίστρημα Ἤπ. γκλίστρησμα Ἤπ. ἀγκλίστρησμα Ἤπ. ἀγκλίστημα Ἤπ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλιστρῶ Ὁ τύπ. γλίστρησμα καὶ εἰς Σομ.
Σημασιολογία
Ἡ ὀλίσθησις, τὸ ὀλίσθημα σύνηθ. καὶ Καππ. (’Αραβαν. Γούρτον.): Ἔκανε ἕνα γλίστρημα, ποὺ κόντεψε νὰ σκοτωθῇ σύνηθ. Ἔφαγα ἕνα γλίστρημα, ποὺ κόντεψα νὰ φάου τὰ μοῦτρα μου Πελοπν. (Δίβρ.) Ἔφαγε ἕνα γλίστρημα, ποὺ κόντευε νὰ πάῃ ’ς τὸ ρέμα Πελοπν. (Κυνουρ.) Ἔκανα ᾽να γλίστρημα καὶ γιˬόμισα οὕλος γλίνες Πελοπν. (Κοντογόν.) Εἶὶ κακὸ τοὺ γλίστρημα ’ς τ’ παγουνιˬὰ Στερελλ. (’Αχυρ.) Ναί, καὶ γλίστρημα δά! ’Εκόdευγε νὰ βγάλῃ τὰ μάθιˬα τζη Νάξ. (᾿Απύρανθ.) Γιˬὰ τοῦτο βυθισμένος ὅπως ἤμουνα ᾿ς τῆς πέννας τὸ γλίστρημα τὸ ψιθυριστὸ... δὲν πῆρε ἀμέσως τ᾿ ἀφτί μου ἕνα κρότο δίπλα Γ. Ψυχάρ., ’Σ τὸν ἥσκιο τοῦ πλατ., 87 Μιˬὰ γυναικεία σιλουέτα, ποὺ τοῦ θύμισε ζωηρὰ τὸ ἁπαλὸ κιˬ ἀνάλαφρο γλίστρημα τῆς Μαρίας Π. Νιρβάν., Τὸ ἀγριολούλ., 142 || ᾎσμ. Ρῖξι νιρὸ ’ς τὴν πόρτα σου, σὰν ἔρθου, νὰ γλιστρήσου, νὰ βρῶ ἀφουρμὴ τοῦ γλίστρημα, νὰ ’μπῶ νὰ σὶ φιλήσου Θεσσ. (Τσαγκαρᾶδ.) || Ποίημ. Μὲ τὸ γλίστρημα φύγαμε τῶν ἀγριόγαττων καὶ μὲ τῆς νυχτερίδας τὸ παράδαρμα Κ. Παλαμ., Δωδεκάλ. Γύφτ.2, 101. β) Μεταφ., ἐπιδεξία ὑπεκφυγή, διολίσθησις πολλαχ.: Ἄσε τὰ γλιστρήματα καὶ ἀπάντησε ’ς αὐτὸ ποὺ σὲ ρωτάω Λεξ. Δημητρ. Συνών. βούρτσισμα 2, γλιστριˬά. γ) Πρᾶξις ἀνήθικος, ταπεινωτική, ἠθικὸν παράπτωμα ’Αθῆν. Θεσσ. (Μαυρέλ. Φωτειν.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Κοντογόν. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. ’Ακαρναν.) κ.ἀ.-Λέξ. Δημητρ.: Ἦταν μεγάλο γλίστρημα αὐτὸ ’Αθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA