γυˬαλάρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλάρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυˬαλάρα ἡ, ἐνιαχ. γυˬαλ-λάρα Κῶς ᾽υˬαλ-λάρα Κάρπ. Κάσ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς μεγεθ. καταλ. -άρα, διὰ τὴν ὁπ. βλ. -αρος.
Σημασιολογία
Συνηθέστερον κατὰ πληθ., τὰ μεγάλα δίοπτρα τῶν ὀφθαλμῶν Κάρπ. Κάσ. Κῶς κ.ἀ.: Τί ᾽υˬαλ-λάρες εἶν᾽ αὐτὲς ποὺ φορεῖς; Κασ. ᾽Μορφοκαμωμένος εἶσαι τέλε͜ια μ᾽ αὐτὲς ᾽ιˬὰ τὶς ᾽υˬαλ-λάρες ποὺ φορεῖς αὐτόθ. Φορεῖ κάτι γυˬαλ-λάρες! Κῶς. Συνών. γυˬαλούπα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA