γυˬαλενάκι
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλενάκι
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬαλενάκι τό, Ἀθῆν. Πειρ. κ.ἀ. - Λεξ. Βλαστ. 414. γυˬαλενάτσι Πελοπν. (Καλάμ. Ξεχώρ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬαλένιˬος καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. -άκι.
Σημασιολογία
1) Βόλος ὑάλινος, ἔγχρωμος συνήθως, διὰ τοῦ ὁποίου οἱ παίζοντες σκοπεύουν τοὺς ἐπὶ τοῦ ἐδάφους κατ᾽ ἀποστάσεις κειμένους ἑτέρους βόλους, ὡς καὶ πᾶς βόλος τῆς παιδιᾶς ἔνθ᾽ ἀν.: Ἔχω ἕνα γυˬαλενάκι ποὺ σημαδεύει πρώτης Πειρ. Παίζουμε μὲ τὰ γυˬαλενάτσα σου; Πελοπν. (Ξεχώρ). Τὸ γυˬαλενάκι μου δὲν τὸ δανείζω, μακάρι νὰ μοῦ δώσῃς δέκα ἀπ᾽ τὰ δικά σου Ἀθῆν. Συνών. βολάκι 1, βολαράκι, βόλος Α7, γκαζιˬὰ (ΙΙ), γκαζιˬάκι, γυˬαλενὶ 1, γυˬαλένιˬα (εἰς λ. γυˬαλένιˬος Β1), γυˬαλινέρι, γυˬαλούπα 2, καφούρι, μπάλα, μπίλιˬα. 2) Ἡ παιδικῆ παιδιὰ «βόλοι» Πελοπν. (Καλάμ. Ξεχώρ. κ.ἀ.): Τί νὰ παίζουνε τὰ παιδία; Γυˬαλενάτσα; Ξεχώρ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA