γυˬαλένιˬος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλένιˬος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλένιˬος ἐπίθ. συνηθ. γυˬαλένιˬους σύνηθ. βορ. ἰδιωμ. γυˬαλ-λένιˬος Κῶς Σύμ. κ.ἀ. ᾽υˬαλένιˬος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλένιˬε Τσακων. γυˬαλένος Κάρπ. γυˬαλ-λdένος Ρόδ. γυˬαλλένους Λυκ. (Λιβύσσ.) γυˬα-λέινους Θεσσ. (Γερακάρ. Μαυρέλ. Φωτειν. κ.ἀ.) Μακεδ. (Γηλοφ. Δεσκάτ.) ᾽υˬαλέινους Μακεδ. (Γαλατ.) Κοζ. κ.ἀ.) γυˬαλέρνιˬος Μέγαρ. γυˬαλέρνιˬους Εὔβ. (Κύμ. Στρόπον.) Λῆμν. Στερελλ. (Παρνασσ.) γυˬαλιˬένιˬους Μακεδ. (Δεσκάτ.) Θηλ. ᾽υˬαλένη Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλένισσα Πόντ.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. ἐπίθ. γυˬαλένιˬος. Διὰ τὸν τύπ. γυˬαλένος βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 2,118. Διὰ τὴν ἀνάπτυξιν τοῦ ρ εἰς τὸν τύπ. γυˬαλέρνιˬος βλ. Φ. Κουκουλ. εἰς Ἀθηνᾶν 29 (1917) Λεξ. Ἀρχ., 83 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
Α) Ἐπιθετικ. 1) Ὁ κατεσκευασμένος ἑξ ὑάλου, ὁ ὑάλινος σύνηθ.: Γυˬαλένιˬος μαστραπᾶς-σωλῆνας, γυˬαλένιˬα χάντρα-πίπα, γυˬαλένˬιο βάζο-κουμπὶ-πιˬάτο σύνηθ. Τό ᾽να μάτι τ᾽ εἶι γυˬαλένιˬου. τοὺν φουβᾶσι π᾽ τοὺν λέπ᾽ς Εὔβ. (Ἄκρ.) Ἐζᾶτσε τσ᾽ ἐνέτζε δύ᾽ κοκκάλια γυαλένια (ἐπῆγε καὶ ἔφερε δύο ὑάλινα κουμπιὰ) Τσακων. Ἕνα γυˬαλένιˬε ψιλὲ (ἕνα ὑάλινο μάτι) αὐτόθ. Μὄπισι κάτου τοὺ γυˬαλένιˬου τοὺ βάζου μὶ τοὺ γλυκὸ κὶ μ᾽ τριψαλιˬάστ᾽κι Ἤπ. (Κουκούλ.) Πιˬάνουνε bοdικαλάκιˬα καινουργιˬογεννημένα καὶ τὰ βάζουνε σ᾽ ἕνα γυˬαλένιˬο βάζο (bοdικαλάκιˬα καινουργιˬογεννημένα = νεογέννητα ποντικάκια) Κρήτ. (Ἀρχάν.) Νὰ πάρ᾽ς πιˬάτα εἴκοσ᾽, τὰ πέντι ᾽υˬαλέινα Μακεδ. (Γαλατ.) Μὴ τοὺ ρίξ᾽ς καταῆς κ᾽ εἶναι γυˬαλένιˬου κὶ θὰ σπάσ᾽ Μακεδ. (Γαλάτιστ.) || ᾌσμ. Ἐμίσσεψες καὶ μ᾽ ἔφηκες, γυˬαλένιˬε μαστραπᾶ μου, μοὔτε τὰ ροῦχα μοῦ ᾽λλαξα μοὔτε τή φορεσά μου Κρήτ. Ἀπόψε τὰ μεσάνυχτα, ποὺ βασιλεύαν τ᾽ ἄστρα, μοῦ ᾽κλέψαν τὸ βασιλικὸ μὲ τὴ γυˬαλένιˬα γλάστρα Κύθηρ. Παίρνει γυˬαλένιˬο μαστραπᾶ, νερὸ νὰ πά᾽ νὰ βάλῃ Κρήτ. (Πεδιάδ.) Πιάν-νει γυˬαλ-λdένομ μαστραπᾶν τζαὶ φουρφουρένον dάσιν τζαὶ φέρνει του κρύο ν-νερόν, gρύομ bοὺ τὸ πηγάδι Ρόδ. Ἀγόρι πέτρα πιλικᾷ μὶ τὄνα του τὸ χέρι, κυρατσοπούλ᾽ τοὺ λόγιˬασι ἀποὺ γυˬαλέινου πύργου (κυρατσοπούλα = ἀρχοντοποῦλα, τοὺ λόγιˬασε = τὸν παρετήρησε, τὸν εἶδε) Θεσσ. (Γερακάρ.) Βασιλοπούλα μὶ ἄκουσι ἀποὺ γυˬαλέινου πύργου Μακεδ. (Δεσκάτ.) ᾽Σ τοὺ πέρα βόσκουν πρόβατα, ᾽ς τοὺ δῶθι βόσκουν γίδιˬα κι ἀνάμισα ᾽ς τὰ δυˬὸ βουνὰ εἶνι γυˬαλένιους πύργους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Φθιῶτ.) Ἡ μνιˬὰ κιρνάει μὶ τοὺ γυˬαλὶ κ᾽ ἡ ἄλλη μὶ τὴν κούπα κ᾽ ἡ τρίτη ἡ μικρότιρη μὶ μαστραπᾶν γυˬαλένιουν Θεσσ. (Ἀνατολ.) Εἶσι γυˬαλένιˬους μαστραπᾶς | κι ὅπο͜ιουν ἰδῇς, τοὺν ἀγαπᾷς Ἤπ. (Κουκούλ.) Σουσάνα, φέρε μου νερὸ ἀπ᾽ ἀργυρὸ κουμάρι, ἀπὸ γυˬαλένιˬο μαστραπᾶ κιˬ ἀπὸ βαθὺ πηγάδι Προπ. (Μαρμαρ.) Μὰ σήκω, Σούσα μου, ἄνοιξε τὴ bόρτα τὴ γυˬαλένιˬα Κρὴτ. (Ἀρχάν.) β) Ὁ διαυγὴς, ὁ κρυστάλλινος, ἐπὶ ὕδατος Μέγαρ. Προπ. (Μαρμαρ.): ᾌσμ. Κίνησε, κυρὰ θάλασσα, μὲ τὰ χρυσᾶ σου ψάριˬα, μὲ τὰ γυˬαλένιˬα κύματα καὶ μὲ τὰ παλληκάριˬα Μαρμαρ. Ἄν σοῦ πῆρα ᾽γὼ κλωνάρι, ǀ νὰ μὲ πάρῃ τὸ ποτάμι, νὰ μὲ πάῃ δύση δύση | κάτω ᾽ς τὴ γυˬαλένιˬα βρύση Μέγαρ. 2) Μεταφ., ὁ φιλάσθενος, ὁ οἱονεὶ ἔχων τὴν ὑγείαν του εὕθραυστον ὡς ἡ ὕαλος Ἀθῆν. κ.ἀ.: Αὐτὸς μὲ τὶς πολλὲς ἀρρώστιˬες ἔγινε γυˬαλένιˬος Ἀθῆν. Β) Οὐσ. 1) Θηλ., ὁ ὑάλινος βόλος παιδιᾶς Ἀθῆν. Μέγαρ. Πελοπν. (Γαργαλ. Ξεχώρ. κ.ἀ): Παίζομε γυˬαλένιˬες Ἀθῆν. Τσιλιπούρδησε ἡ γυˬαλένιˬα μου, γιˬ᾽ αὐτὸ δὲ σὲ τσίgισα (τσιλιπούρδησε = πήδησε, τσίgισα = ἄγγιξα) Ξεχώρ. Ἡ γυˬαλένιˬα μου χώθητσε μέσα ᾽ς αὐτὴ τὴ σγράπα = τρῦπα) αὐτόθ. Ἀπὸ ποῦ τ᾽ς ἀγόρασες τσὶ γυˬαλένιˬες; Γαργαλ. Δῶσε μου τὴ γυˬαλέρνιˬα ποὺ σοῦ ἔδωσα Μέγαρ. Συνών. γυαλενὶ 1. 2) Οὐδ. γυˬαλένιˬο τό, ὁ μεγάλος ὑάλινος βόλος, διὰ τοῦ ὁποίου σκοπεύουν τοὺς μικροτέρους βόλους οἱ παίζοντες Λέσβ. Συνών. εἰς λ. γυˬαλενάκι 1.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA