δαιμονο-
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονο-
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
δαιμονο σύνηθ.
Ετυμολογία
Θέμα τοῦ οὐσ. δαίμονας.
Σημασιολογία
Ὡς πρῶτον συνθετικὸν δηλοῖ ὅτι τὸ ὑπὸ τοῦ δευτέρου συνθετικοῦ ἐκφραζόμενον προέρχεται ἢ ἔχει σχέσιν μὲ τὸν δαίμονα, κυριολ. ἢ συνεκδ., ἔχει τὴν ἰδιότητα τοῦ δαίμονος ἀπὸ ὑλικῆς ἢ ἠθικῆς ἀπόψεως, ἤτοι τοῦ ἀτιθάσου καὶ κακοῦ χαρακτῆρος, τῆς ἐν γένει κακῆς ποιότητος, οἷον: δαιμονάνθρωπος, δαιμονόγερος, δαιμονόκαιρος, δαιμονοκόρη, δαιμονόπαιδο, δαιμονότοπος κ.τ.τ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA