δαιμονογάιδαρος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονογάιδαρος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Αρσενικό

Τυπολογία

δαιμονογάιδαρος ὁ, Κρήτ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ γάιδαρος.

Σημασιολογία

Δαίμων μεταμορφούμενος τὴν νύκτα εἰς ὄνον αὐξανόμενον καταπληκτικῶς, ὅταν ἐπιβῇ τις αὐτοῦ, ἢ εἰς ὑψηλὸν ἄνθρωπον ἢ ἀσκόν: Βάνει τὸν καλό σου δαιμονογάιδαρο κ᾿ ἐκουβάλειˬε πέτρες τοῦ θεοῦ τὴν ἡμέρα. Συνών. ἀνασκελᾶς.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/