δαιμονοκούλουκο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονοκούλουκο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονοκούλουκο τό, Ἄνδρ. Θήρ. Κυκλ. Χίος.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ κουλούκι.

Σημασιολογία

1) Ὁ ἄγριος καὶ ἀτίθασος κύων ἔνθ᾿ ἀν. 2) Μεταφ. ἐπὶ παίδων, ὁ ζωηρὸς καὶ ἀτίθασος Θήρ. Συνών. δαιμονόπαιδο, δαιμονόπουλο, δαιμονόσπερμα, δαιμονόσπορος, διαβολόπαιδο, διˬαβολόπουλο, διˬαβολόσπερμα, διˬαβολόσπορος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/