δαιμονοπαρμένος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονοπαρμένος

Τύπος

Λήμμα

Τυπολογία

δαιμονοπαρμένος ἐπίθ. Κ. Βάρναλ., Ἀπολογ. Σωκράτ., 63 - Λεξ. Δημητρ. διμουνουπαρμένους Στερελλ. (Αἰτωλ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τοῦ παρμένος, μετοχ. τοῦ ρ. παίρνω.

Σημασιολογία

1) Ὁ οἱονεὶ ὑπὸ δαίμονος κατεχόμενος, ὁ διατελῶν ἐν ἐξάλλῳ καταστάσει ἔνθ᾿ ἀν.: Ὅταν ἄξαφνα καμμιˬὰ δαιμονοπαρμένη γριὰ ξεφωνίσῃ Κ. Βάρναλ., ἔνθ᾿ ἀν. 2) Μεταφ. ὁ ὑπνοβάτης Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/