γλιστροβόλημα

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γλιστροβόλημα

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γλιστροβόλημα τό, Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) -Λεξ. Δημητρ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γλιστροβολῶ.

Σημασιολογία

1) ᾿Απότομος πτῶσις, ὀλίσθησις ἔνθ’ ἀν.: Ἔδωκα ἕνα γλιστροβόλημα ᾽ς τὶς λαλλοῦδες κ’ ἐξαπλώθηκα πέρα περοῦ (λαλλούδα = στρογγυλὴ καὶ λεία πέτρα) Κίτ. Μάν. 2) Μεταφ., ὑπεκφυγή, διαφυγὴ Λεξ. Δημητρ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/