δαιμονόπικο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονόπικο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονόπικο τό, ἀμάρτ. διμουνόπ᾿κου Μακεδ. (Σιάτ. κ.ἀ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τῆς ὑποκορ. καταλ. –όπικο, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ. εἰς Ἀθηνᾶ 29 (1917), 215 καὶ Α. Τσοπανάκη εἰς Μακεδονικὰ 2 (1941-52), 295.

Σημασιολογία

Ὁ μικρὸς δαίμων. Συνών. δαιμονόπουλο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/