δαιμονόπιστος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονόπιστος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαιμονόπιστος ἐπίθ. Χίος-Λεξ. Βλαστ., 489 Δημηρτ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ πίστη.
Σημασιολογία
Ὁ πιστεύων εἰς τοὺς δαίμονας, ὁ κακὸς ἔνθ᾿ ἀν.: ᾎσμ. Ἄφησ᾿ με, δαιμονόπιστη, ς᾿ τὸ στῆθος σου ν᾿ ἁπλώσω, ἡ μιˬά μου χεῖρα πάγωσε, νὰ τήνε ξεμαργώσω Χίος. Συνών. ἀγγελόπιστος, διˬαβολόπιστος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA