δαιμονόπουλο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαιμονόπουλο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

δαιμονόπουλο τό, Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. δαιμονόπουλ-λο Κάρπ. Μεγίστ. διμουνόπ᾿λου Μακεδ. (Σινάν.)

Ετυμολογία

Ὑποκορ. τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –πουλο, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., ΜΝΕ 1, 636 κ.ἑξ. Ἡ λ. καὶ εἰς Σομ.

Σημασιολογία

1) Ὁ μικρὸς δαίμων, ὁ υἱὸς τοὺ δαίμονος Λεξ. Βάιγ. Μπριγκ. Πρω. Δημητρ. Συνών. διˬαβολόπουλο. 2) Ὁ ζωηρός, ἄτακτος καὶ εὐφυὴς παῖς Κάρπ. Μακεδ. (Σισάν.) Μεγίστ. – Λεξ. Πρω. Δημητρ.: Παροιμ. φρ. Δασκαλόπουλ-λα δαιμονόπουλ-λα (ἐπὶ τῆς ζωηρότητος τῶν μαθητῶν) Κάρπ. Συνών. βλ. εἰς λ. δαιμονοκούλουκο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/