γλίστρος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γλίστρος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
γλίστρος ὁ, ἐνιαχ. γλίστρους Ἤπ. (’Ιωάνν.) Μακεδ. (Νέο Σούλ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γλιστρῶ.
Σημασιολογία
1) Εἶδος ἑλοβίου πτηνοῦ, πιθαν. ὁ κόλυμβος τῶν ἀρχαίων ’Ιωάνν. Συνών. βουτηχτάρα, βουτουναριά, κολοβούτι, μπαλουκτσῆς, νταλκίτης. 2) Μέγας κυλινδρικὸς λίθος, ὁ ὁποῖος σύρεται ὑπὸ τῶν βοῶν κατὰ τὸν ἀλωνισμὸν τῶν σταχύων Νέο Σούλ: Ἄντι, έι τὰ βόδιˬα ᾽ς τοὺ γλίτρου.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA