γυˬαλιζοκοπῶ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλιζοκοπῶ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

γυˬαλιζοκοπῶ Ἀθῆν. Κάρπ Κάσ. κ.ἁ.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ -κοπῶ.

Σημασιολογία

Γυˬαλοκοπῶ, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἀν.: Γυˬαλιζοκοπάει τὸ πρόσωπό της Ἀθῆν. κ.ἀ. ᾽Εμbουγιˬάdισε τὶς πόρτες του καὶ γυˬαλιζοκοποῦ Κάσ. Ἔτριψε τὰ προύζ-ζα τῆς πόρτας του καὶ γυˬαλιζοκοποῦ (προύζ-ζα = ὀρειχάλκινα τμήματα) αὐτόθ. Συνών.: ἀντηλοκοπῶ, ἀσημοκοπῶ, ἀστραποβολῶ 1Β, ἀστραποκοπῶ, ἀστραπολογῶ, ἀστραφταλίζω. ἀστραφταλοκοπῶ, ἀστράφτω Α2, ἀστραφτογυˬαλοκοπῶ, ἀστραφτοκοπῶ, ἀστραφτομαχῶ, γυˬαλίζω Α1, γυˬαλοκοπῶ, λαμποκοπῶ, λάμπω.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/