δαιμονόσπορος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονόσπορος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δαιμονόσπορος ὁ Κρήτ. (Ρέθυμν.) διμουνόσπουρους Λέσβ. (Ἀγιάσ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. δαίμονας καὶ σπόρος.
Σημασιολογία
Δαιμονόσπερμα, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ. ἀν
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA