ἀπεκειμέσα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεκειμέσα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίρρημα
Τυπολογία
ἀπεκειμέσα ἐπίρρ. σύνηθ. ἀποκειμέσα σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν ἐπιρρ. ἀπεκεῖ καὶ μέσα.
Σημασιολογία
1) Ἐξ ἐκείνου τοῦ ἔσω μέρους σύνηθ.: Ἔφυγα ἀποκειμέσα. 2) Ἐν ἐκείνῳ τῷ τόπῳ, ἐκεῖ: Ἔλαχα ἀποκειμέσα (ἔτυχε νὰ εἶμαι ἐκεῖ) Κίμωλ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA