γυˬαλίζω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλίζω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλίζω κοιν. καὶ Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) γυˬαλίζου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. Πελοπν. (Κίτ. Μάν.) γυˬαλίζουρ ἔνι Τσακων. γυˬαλίζω ᾽μα Τσακων. (Βάτικ. Πραστ. Χαβουτσ.) γυˬαλίζ-ζω Εὔβ. (Κουρ.) Καλαβρ. (Βουν.) γυˬαλ-λίζω Κύπρ. Χίος (Ποταμ. Πυργ.) κ.ἀ γυˬαλλίζου Εὔβ. (Κουρ. Κύμ. κ.ἀ) γυˬαλ-λd ίζ-ζω Κῶς Νίσυρ. Σύμ. κ.ἀ γυˬαλ-λίτζω Σύμ. γυˬαλίντζω Κάρπ. Σέριφ. Σίφν. κ.ἀ. γυˬαλ-λίντζω Λέρ. γυˬαλτίντζω Ἀστυπ. γυˬαλίdζω Ἀπουλ (Καλὴμ. Κοριλ. Στερνατ. κ.ἀ.) γυˬελίζου Μακεδ. (Καστορ.) ᾽υˬαλίζω Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλίν-νου Λυκ. (Λιβύσσ.) Μέσ. γυˬαλισκούμενερ ἔνι Τσακων. ᾽Αόρ. ἐγυˬαλίσμα Τσακων.
Ετυμολογία
Τὸ Βυζαντ. γυˬαλίζω καὶ τοῦτο ἐκ τοῦ Ἑλληνιστ. ὑαλίζω, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ ὑελίζω.
Σημασιολογία
Α) Ἀμτβ. 1) Στίλβω ὡς ἡ ὕαλος, λάμπω, ἀκτινοβολῶ κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Καλὴμ. Κοριλ. Στερνατ.) Πόντ. (Ἴμερ. Κοτύωρ. Οἰν. Ὄφ. Σταυρ. Τραπ. Χαλδ.) Τσακων. (Μέλαν. Πραστ. Χαβουτσ.): Γυˬαλίζει τὸ διˬαμάντι-τὸ χρυσάφι-τὸ μετάξι ὁ καθρέφτης. Γυˬαλίζουν τ᾽ ἀστέριˬα-τὰ μάτιˬα-τὰ δόντιˬα-τὰ παπούτσιˬα-τὰ ἔπιπλα. Τὰ μάτιˬα τῆς γάττας γυˬαλίζουν πολὺ ᾽ς τὸ σκοτάδι κοιν. Γυˬαλίζει τὸ σακκάκι σου ἀπὸ τὴ βρῶμα Ἀθῆν. Πῶς γυˬαλ-λd ίζ-ζει ὁ καρθέτ-ης σας! Κῶς. Γυˬαλ-λd ίζ-ζει ἡ αὐλὴ της ᾽πὸ τὸ πολ-λὺ φροκάλημα αὐτόθ. ’Υˬαλίζει μέσ᾽ ᾽ς τὸ νήλιˬο ἡ πέτρα τοῦ δαχτυλιδιˬοῦ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πῶς γυˬαλτίντζουν dὰ παπούτσιˬα σου! Ἀστυπ. Εἶδις πῶς γυˬαλίζ᾽νε τὰ μάτιˬα τ᾽ς γάττας ᾽ς τοὺ σκουτάδ᾽; Εὔβ. (Ἄκρ.) Γυˬά᾽σανι τὰ μουτράκιˬα τ᾽ πιδγιˬοῦ μ᾽ ἀπ᾽ τοῦ φαΐ Στερελλ. (Ἀχυρ.) Ἡ Κακ-κανιˬὰ ἤβλεπεν τὲς όσ-σες τῶν Τουρκῶ, μποὺ γυˬαλ-λίζαιν Χίος (Ποταμ.) Γυˬάλιτσι τοὺ μοῦτρου τ᾽ ᾽ποῦ τοῦ φαΐ Μακεδ. (Γήλοφ.) Ἔτριψα τὰ σκεύ καὶ ἐποῖκα τα καὶ γυˬαλίζ᾽νε Κοτύωρ. Τὰ μάγ᾽λα του ἐγυˬάλιξαν Πόντ. Τὰ φλουριˬὰ γυˬαλίζ᾽ντα ᾽τάνι (τὰ φλωριὰ ἐγυάλιζαν) Χαβουτσ. Οἱ ψιλοί σ᾽ τᾶ κουκουβάιˬα γυˬαλίζ᾽να ᾽τάνι (τὰ μάτια τῆς κουκουβάγιας ἐγυάλιζαν) αὐτόθ. Τὸρ ἀψιλέ σ᾽ γυˬαλικό᾽ ᾽τα (τὰ μάτια του ἐγυάλισαν) Βάτικ || Φρ. Γυˬαλίζει σὰν καθρέφτης κοιν. ᾽Υˬαλίζει ἡ φωθιˬὰ (ὑποκαίει) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γυˬαλίζουν τ᾽ ἀφτιˬά του (ἔγιναν ἐκ τῆς ἀδυναμίας διαφανῆ) Πελοπν. (Τριφυλ.) Γυˬαλίζ᾽ ἡ κόκκα του ᾽ς τοὺν ἥλιˬου σὰν ἄπλυτ᾽ βιδούρα (κόκκα = κεφαλὴ) Εὔβ. (Ἄκρ.) Σφουgίσ᾽, π᾽ γυˬαλίζ᾽ τοὺ σαγό᾽ σ᾽ σὰ dοὺ ρουΐ (= δοχεῖον ἐλαίου) αὑτόθ. Γυˬαλίζ᾽ν τὰ μάτιˬα τ᾽ σὰ τ᾽ς κάττας Λέσβ. Ἤκατσεν του μιˬὰν πατὰν ταὶ ἐγυˬάλ-λισεν ἡ βούκ-κα του (πατὰν = ράπισμα, βούκ-κα = παρειὰ) Κύπρ. Ὁ πρόσωπους ᾽ατες γυˬαλίζει Οἰν. Γυˬά᾽σι ἀπουκάτου (ἀνέτειλε ὁ ἥλιος καὶ λάμπει ἡ θάλασσα• λέγεται καὶ μεταφ. διὰ τὰς ἐκφύλους γυναῖκας) Θεσσ. (Μελιβ.) Γυˬαλίζει ἡ τρίχα του (εἶναι ὑγιὴς) Ἀθῆν. || Παροιμ. Ἀπόξω γυˬαλίντζει κιˬ ἀπομέσα τουμbανίντζει (= εὑρίσκεται εἰς ἀποσύνθεσιν• ἐπὶ τῶν κατ᾽ ἐπίφασιν σπουδαίων) Κάρπ. Τοὺ γιλέ᾽ ἂς γυˬαλίζ᾽ | τσ᾽ ἡ τσοιλιˬὰ ἂς γουργουλίζ᾽ (ἐπὶ τῶν ὑποβαλλομένων εἰς στερήσεις διὰ τὴν ἐξωτερικήν των ἐμφάνισιν) Λέσβ. Συνών. παροιμ. Τὸ γαρίφαλο ᾽ς τὸ στήθι | καὶ μπουκιˬὰ ψωμὶ ᾽ς τὸ σπίτι. Ὅποιˬους δ᾽λεύ᾽, γυˬαλίζ᾽ κιˬ ὅποιˬους τιμπιλιˬάζ᾽, σγκουριˬάζ᾽ (ἡ ἐργασία φέρει τὴν σωματικὴν καὶ ψυχικὴν εὐεξίαν, ἐνῷ ἡ νωθρότης τὸ ἀντίθετον) Μακεδ. (Ἐράτυρ.) || Γνωμ. Ὅ,τι γυˬαλίζει δὲν εἶναι διˬαμάντι (ἡ ὡραία ἐμφάνισις δὲν εἶναι πάντοτε ἀψευδὴς ἔνδειξις τῆς πραγματικῆς ἀξίας προσώπων καὶ πραγμάτων) Ι. Βενιζέλ., Παροιμ.2, 239.908 || ᾌσμ. Δαχτυλίδ᾽ ἠγυˬάλισεν, | τὴν καρδοῦλα μ᾽ ράγισιν Μακεδ. (Κοζ.) || Ποιήμ. Βρὲ καλῶς τὸ νιˬὸ φεγγάρι | κὶ τοὺ νιˬὸ τοὺ παλληκάρι. Ὡς γιμίζεις, νὰ γιμίζω | κιˬ ὡς γυˬαλίζεις, νὰ γυˬαλίζου (= νὰ ὀμορφαίνω) Σῦρ. Τὸ ποίημ. εἰς παραλλ. πολλαχ. Τί νὰ σᾶς πῶ, μᾶς γυˬάλισε γιˬὰ χρήματα τὸ μάτι Γ. Σουρῆς, Ρωμ., ἀρ. 69. 2) Ἀποκτῶ στιλπνὴν ὄψιν ἕνεκα ὡριμάνσεως, ὡριμάζω, ἐπὶ ὀπωρῶν κυρίως καὶ καρπῶν κοιν. καὶ Ἀπουλ. (Στερνατ.): Γυˬαλίσανε τὰ σταφύλιˬα (ἄρχισαν νὰ ὡριμάζουν) Πελοπν. (Ἀνώγ.) Τὸν Ἰούλιο τὸν λένε Γυˬαλιστή, γιˬατὶ γυˬαλίζουν τὰ σταφύλιˬα Πελοπν. (Ξηροκ.) Τὸ σταφύλι ἀνι-ᾷ νὰ γυˬαλίσῃ (ἀνι-ᾷ = ἀρχίζει) Ἀπουλ (Στερνατ.) Ἐγυˬαλ-λίσα τ-τὰ σταφύλιˬα Κάρπ. (Ἔλυμπ.) Ἠγυˬαλίσαν τὰ σῦκα Τῆν. Μόλις ἄρχισαν νὰ γυˬαλίζουν τὰ σῦκα, πέρασαν τὰ κοράκιˬα καὶ τὰ φάγανε Σίφν. Ἐυˬαλίσανε τὰ συκοστάφυα πλιˬὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄρ᾽σι νὰ γυˬαλίζ᾽ ᾽δῶ κεῖ ᾽ποὺ κἀνιˬὰ ρᾶγα Εὔβ. (Ἄκρ.) Τρῶμε, νὰ ποῦμε, δαμάσκηνα κιˬ ἀρχεύγομεν ἀποὺ τὰ ᾽υˬαλισμένα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἐγυˬαλίσαν οἱ κρεμαστοdομάτες• καιρὸς νὰ τσὶ κόβγωμε (κρεμαστοdομάτες = ντομάτες κρεμασθεῖσαι κατὰ τὸν χειμῶνα πρὸς ὡρίμανσιν) Κρὴτ. (Ραμν.) || Φρ. ᾽Υˬάλισ᾽ἡ συτσά μου (ἀρχίζουν νὰ ὡριμάζουν τὰ σῦκα τῆς συκιᾶς μου) Σέριφ. Ὑˬαλισμένη ᾽ναι ἡ δαμασκηνιˬὰ καὰ-καὰ Νάξ. (Ἀπύρανθ.) || Γνωμ. Τ᾽ ἅγιˬου Λιˬὸς γυˬαλίζονται, | τὰ σῦκα σφαϊδίζονται (γυˬαλίζονται ἐνν τὰ σταφύλιˬα• τὰ σῦκα σφαϊδίζονται = σχίζονται ἐλαφρῶς προαναγγέλλοντα τὴν ὡρίμασίν των) Πελοπν. (Καινούργια Χώρ.) Τζίτζικας ἐλάλησε, μαύρη ρῶγα γυˬάλισε κοιν. Τζίτζικας ἐλάλησε, | τὸ σταφύλι γυˬάλισε Μῆλ. Τσίτσιρας ἐλάλησε, ǀ δράπανος ἐχτύπησε καὶ πάλι ξαναλάλησε, | μαύρη ρῶγα γυˬάλισε (δράπανος ἐχτύπησε = ἤρχισε ὁ θερισμὸς τῶν σιτηρῶν) Κρήτ. (Νεάπ.) Τ᾽ ἅι-Γιˬαννιˬοῦ γυˬαλίζει ἡ ρῶγα Σῦρ. Συνών. ἀκμάζω 1, μισογίνομαι, παρδαλίζω, προβάλλω. β) Ὑποφαίνομαι, ὑποφώσκω Πελοπν. (Ἄρν. Ξεχώρ.): Γνωμ. Τζίρτζακας ἐλάλησε,) ǀ καλοτσαίρι γυˬάλισε Ξεχώρ. γ) Ὡριμάζω καθ᾽ ἡλικίαν, γηράσκω Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ἐυˬάλισε καὶ τοῦτος καὰ (ἐγήρασε). 3) Μεταφ., διατὴρῶ τὴν νεότητα, τὸ κάλλος, εἶμαι ἐλκυστικὸς Ἀθῆν. Θήρ. Θρᾴκ. (Μάδυτ.) Ἰων. (Βουρλ.) Κεφαλλ. Κρήτ. Κῶς Μακεδ. (Βλάστ. Καταφύγ. κ.ἀ) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Ἦλ. Κόρινθ. κ.ἀ.) Πόντ. (Οίν.) Σῦρ. Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Κουνουπῖν. Μύτικ. Σπάρτ. κ.ἀ.) Τῆν. Χίος κ.ἀ. –Λεξ. Περίδ.: Μιˬὰ βολά, ὅdεν εἶχε δοῦνε μιˬὰ γυναῖκα, περίτου νὰ γυˬάλιζε καὶ λιγάκι, τήνε κλέφτανε (περίτου = πρὸ πάντων) Κρὴτ. Μὰ ἡ κοπελιˬὰ ἦτα μιτσὴ καὶ γυˬάλιζε gιˬόλας αὐτόθ. Κακὰ ποὺ γυˬαλd ίζ-ζει φτηά! (πόσον ὡραία εἶναι αὐτὴδά!) Κῶς Ἀότες ἐυˬάλιζα καὶ ᾽ώ καὶ κυνηοῦσα με οἱ νιˬοὶ Ἀπύρανθ. || Φρ. Γυˬαλίζει ἀκόμα (= ἐξακολουθεῖ νὰ εἶναι ἐλκυστικὴ) Ἀθῆν. κ.ἀ. Γυˬαλίζ᾽ ἡ προβιˬὰ της (συνών. μὲ τὴν προηγουμ.) Αἰτωλ. Συνών. φρ. Περνᾷ ἡ μπογιˬά της. Διὰ τὴν σημ. πβ. τὸ Ἑλληνιστ. «ὑαλόεσσα παρειὴ» Ἀνθολ. Παλατ. 5.48 καὶ «ὑαλέν ὄψιν», αὐτόθ. 12.249. Γυˬαλ-λd ίζει, μ᾽ ᾽ὲδ-δα-νείζ-ζει (εἶναι ὡραία, ἀλλὰ δὲν ἐκδίδεται) Κῶς. Τοῦ γυˬάλισε (τοῦ ἤρεσε) Ζάκ. Γυˬαλ-λίτζει σου (σοῦ ἀρεσει) Σύμ. Δὲ μ᾽ γυˬαλίζ᾽ ἐμένα αὐτείν᾽ ἡ κουπέλα Ἀχυρ β) Ἐπὶ ζῴων, ἔχω στιλπνὸν τρίχωμα, εἶμαι εὐτραφὴς Εὕβ. (Αἰδὴψ. κ.ἀ.) Κύθηρ. Πελοπν. (Ἦλ. Κερπιν. κ.ἀ.): Β) Μετβ. 1) Καθιστῶ τι στιλπνὸν κοιν. καὶ Τσακων.: Γυˬαλίζω τὰ παπούτσιˬα-τὰ ἔπιπλα-τὰ χαλκώματα-τὰ κουμπιˬὰ τῆς στολῆς κ.τ.τ. κοιν.: Γυˬάλισα τὰ πιρούνιˬα Σῦρ. Κάθι μέρα τὰ κά᾽ τὰ τιτζέριˬα κὶ γυˬαλίζ᾽νι Εὕβ. (Ἄκρ.) Βάλε νὰ γυˬαλίσῃς τὰ τομάριˬα ᾽ς τὴ μάκινα Πελοπν. (Ἀναβρυτ.) Τρίψε, τρίψε, ἐγυˬάλ-λιές το τοῦν᾽ τὸ ξύλον Κύπρ. ᾽Εθ-θὰ γυˬαλ-λίσῃς τὰ παπούτγιˬα σου; Χίος (Πισπιλ.) Γυˬαλ-λd ίζ-ζεις τὶς σόλ-λd ες τῶμ παπουτσιˬῶ Κῶς (Πυλ.) || Φρ. Τοῦ γυˬάλισαν τοὺ γρέ᾽ (τὸν ἀπεγύμνωσαν, τὸν κατελὴστευσαν) Στερελλ (Αἰτωλ) Ἡ φρ. καὶ ἀλλαχ. Τοῦ γυˬάλισι τὰ πέταλα (ἐπὶ τῶν ὑποβαλλόντων τοὺς ἄλλους εἰς ἐξαντλητικὴν ἐργασίαν ἢ εἰς δοκιμασίαν) Εὔβ. (Ἄκρ.) Μιθαύριου ᾽ς τοὺ θέρου θὰ σὶ πάρου κουντά μ᾽ κὶ θὰ σ᾽ γυˬαλίσου τὰ πέταλα, κακουμοίρ᾽ αὐτόθ. Τοῦ γυˬάλισι τὰ πέταλα ᾽κείνους οὑ λουχαγός• ὅσου εἶχι αὐτόν, δὲν εἶδι ἄσπρη μέρα αὑτόθ. Δὲν ἔχουμε ξύα καὶ μόνο ποὺ τὴ ᾽υˬαλίζομε τὴ φωθιˬὰ (τὴν συνδαυλίζομεν ὅσον διὰ νὰ λάμπῃ πως) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) ‖ Γνωμ. Γυˬαλιστὴς γυˬαλίζει ρᾶγα τσαὶ πέτρα ᾽ς τὸ γιˬαλὸ (κατὰ τὸν Ἰούλιον ἀρχίζουν νὰ ὡριμάζουν τὰ σταφύλια καὶ ἡ θάλασσα θερμαινομένη εἶναι κατάλληλος διὰ τοὺς λουομένους) Πελοπν. (Καρδαμ.) Ὁ Γυˬαλιστὴς γυˬαλίζει κιˬ ὁ Αὔγουστος τὰ καθαρίζει (κατὰ τὸν Ἰούλιον ἀρχίζει ὴ ὡρίμανσις τῶν σταφυλῶν, κατὰ δὲ τὸν Αὔγουστον εἶναι αὗται ὑπερώριμοι) Πελοπν. (Καινούργια Χώρ.) Συνών. βαξαλαεύω, βαξάρω, βαξίζω, βαξώνω, λουστράρω, στιλβώνω. 2) Ἐπὶ δένδρων καὶ φυτῶν, καθιστῶ τὸν καρπὸν ὥριμον Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πελοπν (Γαργαλ.): Τ᾽ ἀbέλι μου τὰ ᾽υˬαλίζει γλήορα τὰ σταφύλιˬα Ἀπύρανθ. 3) Εἰς τὴν γλῶσσαν τῶν κτιστῶν καὶ ἀμμοκονιαστῶν, χρίω τὸν τοῖχον ἢ τὸ δάπεδον διὰ πηλοῦ ἢ διὰ μείγματος ἐκ κόπρου βοὸς καὶ κιτρίνης χρωστικῆς οὐσίας Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ. Διδυμότ.) Πβ. χρίζω. 4) Μεταφ., ἐπιδεικνύω εἴς τινα στίλβον εἶδος, κυρίως νόμισμα, πρὸς δεκασμὸν Ἀθῆν. Πελοπν. (Ἀρκαδ. Βερεστ. Βούτσ. Γαργαλ. Δάρα Ἀρκαδ. Μεσσην. Τριφυλ.) κ.ἀ. Τοῦ γυˬάλισε μιὰ λίρα καὶ τὸν ἔκαμ᾽ ὅπως ἤθελε Μεσσὴν. Τοῦ γυˬάλισε δέκα κολλαριστὰ πενηντόφραγκα καὶ τόνε ψήφισε ᾽ς τὶς ἐκλοὲς Γαργαλ. Τοῦ γυˬάλισε δέκα χιλιˬάδες καὶ τὸν κατάηˬφερε νὰ τοῦ πουλήσῃ τὸ χωράφι Δάρα Ἀρκαδ. Γυˬάλισέ του ἕνα ἑκατοστάρικο, νὰ τὸν ᾽δῇς νὰ κάνῃ τοῦμπες Ἀθῆν. 5) Ἐνοπτρίζω τινὰ Ἤπ. (Ἑλλὴνικ.) Θρᾴκ. (Ἀδριανούπ.): ᾽Σ τοὺ γυˬαλὶ καρσὶ δὲ τοῦ γυˬαλίζ᾽μάννα τοὺ πιδί τ᾽ς, γιˬατὶ ἀγλήγουρα κάμ᾽ κιˬ ἄλλου (καρσὶ=ἀπέναντι, ἔμπροσθεν) Ἀδριανούπ. || Φρ. Φεύγα, μὴ σὶ γυˬαλίσου (παικτικῶς λεγομένη ὑπό τινος πρὸς ἕτερον, ὅστις παρίσταται καθ᾽ ὃν χρόνον ἐκεῖνος ἐκδύεται) Ἑλληνικ. Συνών. φρ. Φεύγα, μὴ σὲ φωτογραφήσω. β) Μέσ., ἐνοπτρίζομαι πολλαχ.: Ἐπῆγε ᾽ς τὸ παζάρι κιˬ ἀγόρασε ᾽να γυˬαλὶ ᾽κεῖ κιˬ οὕλο γυˬαλίζεται κι ἀντιγυˬαλίζεται Πελοπν. (Βερεστ.) Τί μ᾽τζοῦρις εἶν᾽ αὐτές; δὲ γυˬαλίσ᾽κις ᾽ς τοὺν καθρέφτ᾽; Στερελλ. (Παλαιοχ.) Στάθ᾽κι μπρουστὰ ᾽ς τοὺ γυˬαλὶ κιˬ ἄρχισι νὰ γυˬαλίζ᾽τι Α. Ρουμελ. (Φιλιππούπ.) Πῆγα᾽ς gαθρέφτ᾽, γυˬαλίσ᾽κα Μακεδ. (Ἀδριαν.) Ἄι, σύρ᾽ γυˬαλίσ᾽ ἰκεῖ πέρα, νὰ ᾽δῇς τὰ χάλιˬα σ᾽ Θεσσ. (Βαμβακ.) Τὴ νύχτα δὲν gά᾽ νὰ γυˬαλίζουντι ᾽ς τοὺν καθρέφτ᾽ Στερελλ. (Φθιῶτ.) Μὴ γυˬαλίισι τ᾽ νύχτα, θὰ σ᾽ βγοῦν τὰ μάτιˬα Ἤπ. (Δωδών.) Μὴ γυˬαλίζισι τ᾽ νύχτα, δὰ πνιχτῇς ᾽ς τ᾽ θάλασσα Μακεδ. (Καταφύγ.) Μὴ γυˬαλίζισι τοὺ βράδ᾽, θὰ πιθά᾽ ἡ μάννα σ᾽ Θεσσ. (Βαθύρρ.) Τ᾽ς καθρέφτις τ᾽ς γέρ᾽ν ἀνάπουδα ἢ τ᾽ς σκιπάζ᾽ν μέχρ᾽ ἕνα χρόνου, γιὰ νὰ μὴ γλέπ᾽ν μέσα τοὺ πρόσουπό τ᾽ς κὶ γυˬαλίζουντι Ἤπ. (Ἀρτοπ.) || Φρ. Ἄιˬ γυˬαλίσου, ρέ, νὰ ἰδῇς τὰ μοῦτρα σου (πρὸς τοὺς κατακρίνοντας τοὺς ἄλλους δι᾽ ἐλαττώματα, τὰ ὁποῖα ἔχουν αὐτοὶ οἱ ἴδιοι) Πελοπν. (Κορινθ.) ‖ ᾌσμ. Βάζει γυˬαλί, γυˬαλίζιτι, βάζει γυˬαλί, τηρε͜ιέτι Μακεδ. (Καταφύγ.) Βάνουν νιρὸ κὶ λούζουντι κιˬ ᾽μουρφουμπαρμπιργε͜ιοῦντι κὶ ᾽ς τοὺ γυˬαλὶ γυˬαλίζουντι κὶ ᾽ς τοὺ γυˬαλὶ τηργε͜ιοῦντι Μακεδ. (Κατάκαλ.) ᾽Κείνη τὸ παράκουσε, | μέσα μπῆκε κιˬ ἄλλαξε, ἄλλαξε, στολίστηκε ǀ καὶ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ γυˬαλίστηκε Πελοπν. (Γορτυν.) ᾽Σ τὴ Φραγκόβρυση μπροστὰ | λούζεται μιˬὰ κοπελιˬά, λούζεται χτενίζεται, ǀ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ γυˬαλίζεται Πελοπν. (Σκορτσιν.) Μιˬὰ κόρη ἐστολίζουdαν ᾽ς τὴ μέση τοῦ σπιτιˬοῦ της καὶ ᾽ς τὸ γυˬαλὶ γυˬαλίζεται καὶ ᾽ς τὸν καθρέφτη γλέπει Λ. Ρουμελ. (Σωζόπ.) Βαστάει γυˬαλί, γυˬαλίζεται, τὰ κάλλη της κοιτάζει Παξ. Ἄιˬντι κὶ ᾽ς τοὺ γυˬαλὶ γυˬαλίζουντι, γιˬέμ᾽ κὶ ᾽ς τοῦ γυˬαλὶ κοιτ͜ειῶντι Μακεδ. (Βόιον) Γιˬὰ πᾶρε με καὶ βγάλε με σὲ γυˬάλινο παζάρι, νὰ γυˬαλιστῶ, νὰ χτενιστῶ, νὰ βγῶ ᾽ς τὸ μεσοχώρι Ἤπ. (Ριζοβ.) Οὕλη μέρα μόν᾽ ἀλλάζει κὶ στουλίζιτι κὶ ᾽ς τοὺ παραθύρι βγαίνει κὶ γυˬαλίζιτι Μακεδ. (Κολινδρ.) Βλαχα ν-ἔπλινι ψηλὰ ᾽ς τὶς κρύις βρύσις, ψηλὰ ᾽ς τὶς κρύις βρύσις κὶ γυˬαλίζουνταν (μοιρολ) Θεσσ. (Κακοπλεύρ.) γ) Καλλωπίζομαι Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.): Ἡ μάννα τ᾽ ᾽ὲ dού ᾽φ᾽νι τοὺ κακότ᾽χου νὰ γυˬα᾽ στῇ κουμμάτ᾽. 6) Εἰς τὴν συνθηματ. γλῶσσαν τῶν κτιστῶν, βλέπω, ἀτενίζω Ἤπ. (Ἄγναντ. Ἑλληνικ. Κάντζ. Κόνιτσ. Μόλιστ. Πλάκ. Πράμαντ. Χουλιαρ.) Θεσσ. (Δρακότρ.) Θρᾴκ. (Σαρεκκλ.) Μακεδ. (Βλάστ. Γαλατ. Δαμασκ. Καστορ.): Θὰ καψαλίσ᾽ς, ἀλλὰ πότι θὰ ξισυρτῇς νὰ σὶ γυˬαλίσου; (θὰ φύγῃς, ἀλλὰ πότε θὰ ἐπανέλθῃς, νὰ σὲ ἰδῶ;) Καστορ. Γυˬάλ᾽σις πόσις χῆνις ἔραξ᾽ οὑ μπαρός; (παρατήρησες πόσα χιλιάρικα πῆρε ὁ ἀφεντικὸς;) Δρακότρ. Θέλου νὰ γυˬαλίσου τοὺ γιˬατρὸ αὐτόθ. Γυˬαλίζεις τὴν κουντή; Ράξ᾽ τη κὶ κόντιˬασ᾽ τοὺ γκαντίνου (βλέπεις τὸ μέτρο, πᾶρε το καὶ μέτρὴσε τὸν τοῖχο) αὐτόθ. Ἡ πλιˬαγκαροῦ γυˬάλισ᾽ τοὺ γκατσά᾽ κὶ καψά᾽σι (ἡ γάττα εἶδε τὸ σκυλλὶ καὶ ἔφυγε γρήγορα) αὐτόθ. Γυˬά᾽τσις τὴν ὄρματ᾽ ἀγκίδα τοῦ μπαροῦ; (εἶδες τὴν ὄμορφη κόρη τοῦ ἀφεντικοῦ;) Γαλατ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA