δαιμονοτυλιγμένος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δαιμονοτυλιγμένος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
δαιμονοτυλιγμένος ἐπίθ. ἀμάρτ. δαιμονοτυ᾿μένος, Σκῦρ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δαίμονας καὶ τοῦ τυλιγμένος, μετοχ. τοῦ ρ. τυλίγω.
Σημασιολογία
Ὁ παμπόνηρος, ὁ πανοῦργος: Τούν᾿ θὰ γελά᾿ς τὴ δαιμονοτυ᾿μέ᾿; Συνών. διιˬαβολοτυλιγμένος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA