δαίσου

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

δαίσου

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ρήμα

Τυπολογία

δαίσου Τσακων. Ἀόρ. ἐδάκα Μετοχ. ἀορ. δακού.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἀρχ. δαίω. Πβ. M. Deffner., Zakon. Gramm., 46.

Σημασιολογία

Α) Κυριολ. 1) Καίω, καίομαι Ὅα νιούα ἁ άρα ἔκι δαίσα (ὅλην τὴν νύκτα ἡ φωτιὰ ἔκαιε). Ἐδάκα τὸν πούα μι (ἔκαψα τὸ πόδι μου). Ὁ τούα ἔκι δαίσου δύρ ἁμέρε (ἡ δρῦς ἐκαίετο δύο ἡμέρας). Ἁ ἀστραπὰ νὰ ντὶ δάῃ! (ἡ ἀστραπή, ὁ κεραυνὸς νὰ τὸν κάψῃ· ἀρά). Ἁ άρα νὰ ντὶ δάῃ, ἄκλερε! (ἡ φωτιὰ νὰ σὲ κάψῃ, ἄκληρε· ἀρά). Ὁ ἥλιε ᾿ ἐδάτε τὸ καμπζὶ (ὁ ἥλιος τὸ ἔκαψε τὸ παιδί). 2) Δι᾿ ἐξωτερικῆς ἐπενεργείας νεκρώνω, καταστρέφω συστατικά: Σ᾿ ἐδάτε τοὺ φατὲ ἔντενε᾿ ὁ παλιολίβα (τὶς ἔκαψε τὶς φακὲς αὐτὸς ὁ παλιολίβας). Τοὺ καρποὶ σ᾿ ἐδάτε ὁ πάγο (τὰ σιτάρια τὰ ἔκαψε ὁ πάγος). 3) Ὑφίσταμαι φλεγμονὴν: Ἐδάτσε ἁ γίδα ἀπὸ τὸ πρεσοὺ γά ἔκι θέα ἄρημα (ἔπαθε φλεγμονὴ ἡ γίδα ἀπὸ τὸ πολύ γάλα (ἐνν. ποὺ εἶχε), ἤθελε ἄρμεγμα). 4) Εἶμαι διάπυρος, ἐκπέμπω μεγάλην θερμότητα: Μὴ νὶ κιˬάνερε μὲ τοὺ χέρε, γιˬατσ᾿ ἔνι δαίσουντα τὸ λουπάι (μὴν τὸ πιάνῃς μὲ τὰ χέρια, γιατὶ καίει τὸ τσουκάλι). Β) Μεταφ. 1) Προξενῶ ἢ αἰσθάνομαι ὑπερβολικὴν λύπην: Ἐπενάτσε ὁ ὑζέ, τσὶ ᾿ ἐδάτσε τὰν καρδία σι (πέθανε ὁ υἱὸς καὶ τοῦ ἔκαψε τὴν καρδιά του). 2) Ἐπὶ παιγνιδίων, χάνω ὑπερβὰς τεταγμένον τι ὅριον: Ἐδάτσερε, ἐζοὺ ἔδαρι (κάηκες, ἐγὼ τώρα ἐνν. θὰ παίξω).

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/