γυˬαλικοβόλι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλικοβόλι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλικοβόλι τό, ἐνιαχ. ᾽υˬαλικοβόλι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλικὸ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –βόλι, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 242 κ. ἑξ.

Σημασιολογία

Πλῆθος ὑˬαλικῶν ἔνθ᾽ ἀν.: Εἶdα ᾽υˬαλικοβόλι κ᾽ εἶdα κακὸ εἶναι πού ᾽ν᾽ἐκεῖ μέσα ᾽ς τὰ dουάπιˬα: Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Συνών. γυˬαλικοθέμι, γυˬαλικοντούρντουρο.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/