γυˬαλίνης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλίνης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλίνης ἐπίθ., ἐνιαχ. ᾽υˬαλίνης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) θηλ. γυˬαλῖνα Κάρπ. (Ἔλυμπ. Μεσοχώρ.) Κάσ. γυˬαλ-λῖνα Κάσ. Τῆλ. ᾽υˬαλῖνα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλ-λένα Κάρπ. (Ἀρκάσ.) Οὐδ. ᾽υˬαλινάκι Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πλὴθ. ᾽υˬαλίνηδοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬάλινος διὰ μετασχηματ. πρὸς τὰ εἰς -ης πρωτόκλιτα. Πβ. γαλανὸς > γαλάνης, γαιˬτανὸς > γαιˬτάνης, κόκκινος > κοκκίνης, ροδινὸς > ροδίνης.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἔχων ὀφθαλμούς ἀνοικτοῦ κυανοῦ χρώματος καὶ κόμην ξανθὴν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὅτι νά ᾽ναι καμμιˬὰ γαανομάτα καὶ ξαθιˬά, τὴ λένε ᾽υˬαλῖνα. Εἷdα ᾽υˬαλίνης εἶν᾽ εὐτός, κρύος ἄθρωπος. Συνών. γαλάνης, ροῦσσος. 2) Θηλ. ούσ., εἶδος μικροῦ ἰχθύος ποικιλοχρώμου καὶ ἀποστίλβοντος συγγενεύοντος πρὸς τὸν γύλλον Κάρπ. (Ἀρκάσ. Ἔλυμπ. Μεσοχώρ.) Κάσ. Τῆλ.: Πάει παραπέρα, μπτσάνει μία γυˬαλῖνα Κάρπ. (Μεσοχώρ.) Ἤμbσιˬασα καὶ μερικὲς γιˬαλλῖνες καὶ μερικοὺς κωβιˬοὺς Κάσ. Πβ. γυˬαλίζα. Ἡ λ. καὶ ὡς παρων. ὑπὸ τὸν τύπ. ᾽Υˬαλίνης Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA