γυˬαλινομάτης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλινομάτης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬαλινομάτης ἐπίθ. ἐνιαχ. ᾽υˬαλινομάτης Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Πληθ. ᾽υˬαλινομάτηδοι Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. γυˬάλινος, παρὰ τὸ ὁπ. καὶ γυˬαλινός, καὶ τοῦ οὐσ. μάτι.
Σημασιολογία
Γυˬαλίνης 1, τὸ ὁπ. βλ., ἔνθ᾽ ἄν.: Δὲ τζὶ σηκώνει τὸ στομάχι μου τσὶ ᾽υˬαλινομάτηδοι (δὲν συμπαθῶ τούς γυˬαλινομάτηδες) Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Ἄ δὲν ἤτονε ᾽υˬαλινομάτα, ᾽θελε νά ᾽ναι πιˬὸ καλὴ αὐτόθ. Πρώτη μου βοά, πού ᾽δα ᾽υˬαλινομάτη κιˬ ὄμορφο αὐτόθ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA