γυˬάλινος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬάλινος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
γυˬάλινος ἐπίθ. κοιν. γυˬά᾽νους πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυˬάλλινος Ἀμοργ. Δονοῦσ. Σχινοῦσ. κ.ἀ. γυˬάλ-λενος Ἀμοργ. Κύπρ. (Αἰγιαλ. κ.ἀ.) Κῶς Μῆλ. κ.ἀ. ᾽υˬάλινος Νάξ. (Ἀπύρανθ.) γυˬαλινὸς Κίμωλ. Πελοπν. (Λάστ.) Σέριφ. Σίφν. Φολέγ. Χάλκ. –Λεξ. Βλαστ. 367 γυˬέλινος Πόντ. (Ἀντρεαντ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλὶ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –ινος. Ὁ τύπ. γυˬαλινὸς κατὰ τὸ γαλανός, ὁ δὲ τύπ. γυˬέλινος ἐκ τοῦ ἀμαρτ. γυˬελὶ παραλλήλ. τοῦ γυˬαλί
Σημασιολογία
Α) Ἐπίθ. 1) Ὁ ἐξ ὑάλου κατεσκευασμένος κοιν.: Γυˬάλινος βόλος - γλόμπος - μαστραπᾶς, γυˬάλινη κανάτα – κούπα – φρουτιˬέρα - χάντρα, γυˬάλινο βάζο - κλουβὶ - κουμπὶ - μάτι κοιν. Τὸ ἕνα του μάτι εἶναι γυˬάλινο Ἀθῆν. Ἤσπασέμ-μας σήμ-μερα ὁ κάτ-ης τὸ μ-μαστραπᾶν dογ-γυˬάλ-λενο Κῶς. Εἶν᾽ οἱ λαένις τοῦ νιροῦ γυˬάλινις κ᾽ ἕναν κιρὸ χουματέις Μακεδ.(Κοζ.) Σὲ ᾽υˬάλινα πιˬάτα τρῶτε Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Θά ᾽ρθῃς ᾽ς τὰ ᾽υˬάλινα βουνά, ᾽ς τσὶ κοκκαλένιˬοι κάbοι νὰ μᾶς ᾽υρεύγῃς (ἐκ παραμυθ.) αύτόθ. Ἔχιˬασεν του ἡ κουκ-κουμάρα τ᾽ ἤπ-εσεν χαμαὶ τ᾽ ἔσπασεν σὰν νά ᾽ταν γυˬάλ-λενη Κύπρ. (Αἰγιαλ.) Τὸ ποτσὶν τῶν σπιρτολόων ἔν τ-τενεκ-κέι-νο, ἀμ-μὰ μπορεῖ νὰ εἶναι ταὶ γυˬάλ-λενο (τὸ ποτσὶν τῶν σπιρτολόων = τὸ δοχεῖον τοῦ οἰνοπνεύματος) αὐτόθ. Νὰ φέρ᾽ς τοὺ γυˬάλ᾽νου μαστραπᾶ ᾽ς τοὺ τραπέζ᾽ κὶ τ᾽ γυˬά᾽ν᾽ τ᾽ πγιˬατέλα Στερελλ. (Ἀχυρ.) Τὸ πυθκιˬακὸ εἶναι ἕνα γυˬάλενο καθαρὸ (πυθκιˬακὸ = δοχεῖον ὅπου φυλάσσεται ἡ πυτία τοῦ τυροῦ). || Αἴνιγμ. Πύργος γυˬάλινος, κόρη χρυσῆ κάθεται μέσα (τὸ φανάρι) Πελοπν. (Μάν.) ‖ ᾌσμ. Εἶσαι ᾽ψηλή, εἶσαι λιγνὴ κιˬ ἁνοιχτοκουταλάτη, πρέπει σου νὰ σὲ βάλουνε σὲ γυˬάλινο παλάτι Κρήτ. Ψηλὰ σ᾽ ἰκεῖνου τοὺ βουνό, ψηλὰ σ᾽ ἰκεί᾽ dὴ ράχη ἱκεῖ ᾽ι πύργους γυˬάλινους μὶ κρουσταλλένιˬα τζάμιˬα Θεσσ. (Καρποχώρ.) Κονdακιˬανὴ μου πέρδικα καί λειˬανοκοκκαλάτη, πρέπει γιˬὰ νὰ σὲ βάλουνε σὲ γυˬάλινο παλάτι ΙΙροπ. (Μαρμαρ.) Βλέπεις ἰκεῖνου τοὺ βουνὸ πού ᾽ι ψηλὰ ᾽ποὺ τ᾽ ἄλλα; ἰκεῖ ᾽νι πύργους γυˬάλινους μὶ κρουσταλλένιˬα τζάμιˬα Ἀλόνν. Μὴν κλαῖς, ρὲ μαῦρε Δῆμο, καὶ μὴ θλίβεσαι, ν-ἐγὼ σοῦ φκε͜ιάνω σπίτι, πύργους γυˬάλινους Πελοπν (Ὁλυμπ.) Μιˬὰ κόρη ἐκαθότανε ᾽ς τὸ γυˬάλινο πηγάδι Ἀντίπαρ. 2) Ὁ ἐκ πορσελάνης κατασκευασθεὶς Μακεδ. (Κοζ.): Γυˬάλινου πιάτου. 3) Ὁ ἀνοικτοῦ κυανοῦ χρώματος, ἐπὶ ὀφθαλμῶν Νάξ. (Ἀπύρανθ.): Ὤ! τὸ ᾽υˬαλινό σου μάτι κρύο πού ᾽ναι! Ἐμένα μ᾽ ἀρέσουνε τὰ ᾽υˬάλινα μάθιˬα. Συνών. γαλάζιˬος 1, γαλανὸς 1Α1, γεράνιˬος 1. 4) Ὁ εὔθραυστος ὡς ἡ ὕαλος Ἀμοργ. Ζάκ. Κεφαλλ.: Ἀμύγδαλα γυˬάλινα Ζάκ. Μὴν τὰ σπᾷς μὲ τὰ δόντιˬα σου (τὰ ἀμύγδαλα), γιˬατὶ δὲν εἶναι γυˬάλινα, εἶναι σκληρὰ Κεφαλλ. Συνών. ἀφρᾶτος 4, λιγάθινος || Παροιμ. ᾽Πό ᾽χει κεφάλι γυˬάλ-λενο, ἂς μὴ χτυπᾷ ᾽ς τὴν πέτρα (ἐπὶ ἀδυνάτων, οἱ ὁποῖοι συγκρούονται μὲ ἰσχυροὺς) Ἀμοργ. Β) Οὑσ. 1) Ἀρσεν., ὁ μὴν ᾽Ιούλιος, ἐκ τῆς στιλπνότητος, ἣν ἀποκτοῦν αἱ ὁπῶραι ὡριμάζουσαι κατὰ τὸν μῆνα τοῦτον Κίμωλ. Κύθν. Μῆλ. Σέριφ. Σίφν. Φολέγ. κ.ἀ.: Τώρα τὸ Γυˬαλινὸ καψαλιˬάζομε (= καίομεν τούς θάμνους ἀγροῦ) Σέριφ. Πρὶν τὸ Γυˬαλινὸ μὴ φυλάῃς συκοστάφυλα Σίφν. Συνών. Ἅγι-᾽Ηλίας 3, Ἁλωνάρης 2, Ἁλωνευτὴς 2, Ἁλωνιˬάτης 2, Ἁλωνιστὴς 2, Γυˬαλιστὴς 2, Δευτεροϊούλης, Ἰουλης. 2) Θηλ., ὄνομα αἰγὸς ἐχούσης λευκὸν τρίχωμα κατὰ τὸ πρόσωπον Χάλκ. Ἡ λ. ὑπὸ τὸν τύπ. Γυˬάλινος καὶ ὡς ἑπών. Ἀθῆν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA