δάκος
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δάκος
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Αρσενικό
Τυπολογία
δάκος ὁ, λόγ. κοιν. δάγκος Ἐλαφόν. Πελοπν. (Ἀναβρυτ. Δα:μον.) δάgος Πελοπν. (Νύφ.) δάκους Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Ἀχυρ. Βόνιτσ.) δάgους Σάμ.
Ετυμολογία
Τὸ ἀρχ. οὐσ. δάκος, τό.
Σημασιολογία
Τὸ ἕντομον Δάκος τῆς ἐλαίας (Dacus oleae) τῆς οἰκογενείας τῶν Μυϊδῶν (Muscidae) της κλάσεως τῶν Διπτέρων (Diptera). Ὑπὸ τὴν μορφὴν τῆς προνύμφης κατατρώγει τὸ σαρκῶδες τμῆμα τοῦ ἐλαιοκάρπου ἔνθ᾿ ἀν.: Δὲ θὰ βάλουμε φέτο σκάλα ς᾿ τὶς ἐλιές, ἔχουνε πολύνε δάκο καὶ πέφτουνε χάμου στρῶμα Πελοπν. (Ξηροκ.) Φέτος ὁ δάκος ἔφτακε μέχρι τὸ κοκκαρίκι τσ᾿ ἐλιᾶς καὶ τσ᾿ ἔρριξε χάμω (κοκκαρίκι = κουκκούτσι) Ὀθων. Δὲ μπουλιμνιˬέτι εὔκουλα οὑ δάκους Στερελλ. (Ἀχυρ.) Οἱ ἐλιὲς παθαίνουν δάγκο Ἐλαφόν. Ἤτανι καθαρὸς οὑ καρπός, δὲν εἶχι καθόλ᾿ δάgου Σάμ. Συνών. δράκος, μυῖγα τῆς ἐλιˬᾶς, μπίμπυκας, πίγελας, σκούληκας, σκουλήκι τῆς ἐλιˬᾶς.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA