δακροβολῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
δακροβολῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
δακροβολῶ ἀμάρτ. δακροβöλῶ Πόντ. (Τραπ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. δάκρυ καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. -βολῶ, διὰ τὴν ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 242 κ.ἑξ.
Σημασιολογία
Δακρύζω, θρηνῶ. Ἡ λ. μόνον εἰς ᾆσμ.: Ἐγώ ᾿ς σὸν ἥλöν ὤμνυσα νὰ μὴ μοιρολογήσω, μὰ τ᾿ ἄστρα, νέφα τ᾿ οὐρανοῦ νὰ μὴ δακροβολήσω.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA