ἀπελατίκι

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελατίκι

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

ἀπελατίκι τό, ΚΚρυστάλλ.Ἔργα2, 124 -Δεξ. Μπριγκ. ᾽πελατίκι Πελοπν. (Μάν.)

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ μεσν. οὐσ. ἀπελατίκιν. Ὁ τύπ. ᾽πελατίκι καὶ παρὰ Δουκ. (λ. ἀπελατίκη).

Σημασιολογία

Ρόπαλον σιδηροῦν ἢ ξύλινον, ράβδος ἔνθ’ ἀν.: Τὸ δεῖνα πρᾶμα εἶναι μακρὺ σὰν ᾽πελατίκι Μάν. Ἐξαπλώθηκε κάτω σὰν ᾽πελατίκι αὐτόθ. Πίσω ἀπὸ τὸ γόνατό του κρύβονταν τὸ κρανένιˬο ἀπελατίκι του ΚΚρυστάλλ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/