ἀπελπιˬὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελπιˬὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπελπιˬὰ ἡ, ἀπορπιˬὰ ΑΛασκαράτ. Στιχουργ.2 231

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ρ. ἀπελπίζω, παρ’ ὃ καὶ τύπ. ἀπορπίζω.

Σημασιολογία

Ἀπελπισία: Ποίημ. Λόγια γλυκὰ εἶναι τοῦτα | ποῦ ἠχοῦνε ’ς τὴν καρδιˬά μου, μὰ ἐγὼ ᾿ς τὴν ἀπορπιˬά μου | δὲν τὰ ᾿γροικάω ποτέ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/