ἀπελπισία

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελπισία

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Θηλυκό

Τυπολογία

ἀπελπισία ἡ, κοιν. ἀπελπισιὰ πολλαχ. ἀπερπισία Ζάκ. Κρήτ. Νάξ. ἀπολπισία Μέγαρ. Πελοπν. (Μάν.) Σῦρ. ἀπολπισιˬὰ Πελοπν. (Ἀρκαδ.) ἀπολπισὰ Κρήτ. ἀπορπισία Κρήτ. Σίφν. ἀπορπισιˬὰ Κάσ. Κρήτ. ᾽περπισία Χίος (Πυργ.) ᾽πορπισιˬὰ Κῶς

Χρονολόγηση

Μεσαιωνικό

Ετυμολογία

Τὸ μεσν. οὐσ. ἀπελπισία. Ὁ τύπ. ἀπολπισὰ καὶ παρὰ Μπουνιαλ. Διήγ. Κρητ. πολέμ. σ. 531 (ἔκδ. ΑΞηρουχ.) «ἐπήρανε ἀπολπισὰ τὸ πῶς δὲν τοὺς νικοῦνε».

Σημασιολογία

1) Τὸ νὰ χάσῃ κἀνεὶς τὴν ἐλπίδα, ἀπόγνωσις κοιν.: Ἀπὸ τὴν ἀπελπισία του δὲν ξέρει τί κάνει. Βρέθηκε σὲ μεγάλη ἀπελπισία κοιν. Ὁ βαιλεˬὰς μὲ τὴν ᾽πορπιιˬάν του λέει τῆς βαίλι'ας (ἐκ παραμυθ.) Κῶς Μᾶσε ’φέρασι σὲ τούτη τὴν ἀπορπισιˬὰ Κρήτ. || ᾎσμ. Ἐγώ, μικρή μου, σ’ ἀγαπῶ ἀπ᾽ τσῆ καρδιˬᾶς τὰ φύλλα καὶ τώρα ἐκατήdησα σὲ μιˬὰν ἀπερπισία Κρήτ. Συνών. ἀπελπισμός. 2) Μετων. ὁ ἀπελπίζων ἄνθρωπος σύνηθ.: Δὲ μᾶς ἀφίνει ἣσυχους, ἀπελπισία εἶναι! || Ποιήμ. Δὲν εἶν᾿ ἀγέρας, σκέφθηκα, | καὶ σένα ποῦ σὲ δέρνει, ἡ ἀπελπισιˬὰ σὲ παίρνει | κ᾿ ἡ ἀπονιὰ τοῦ κόσμου! ΓΒιζυην. ἐν Ἀνθολ. ΗἈποστολίδ. 44 Μόλις ἡ πρώτη σου φωνὴ ἀπελπισιᾶς ᾽γροικήθη, δύστυχη Ἑλλάδα, κ’ ἕτοιμο ἦτον τὸ μέγα θῦμα ΙΤυπάλδ. ᾨδὴ εἰς Πατρ. Γρηγόρ. 4. Ἡ σημ. καὶ μεσν. Πβ. Καλλίμαχ. καὶ Χρυσορρ. στ. 1058 (ἔκδ. SLambros σ. 45) «καὶ παντελῶς ἀναίσθητος ἐκ τῆς ἀπελπισίας».

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/