ἀπελπιστικὰ

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπελπιστικὰ

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίρρημα

Τυπολογία

ἀπελπιστικὰ ἐπίρρ. σύνηθ. ’πορπιστικὰ Κῶς

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπελπιστικός.

Σημασιολογία

1) Κατὰ τρόπον ἀπελπιστικόν, μέχρις ἀπελπισίας, ἀπεγνωσμένως σύνηθ. : Μιλεῖ - φωνάζει ἀπελπιστικὰ σύνηθ. 2) Πολὺ σύνηθ.: Τρώει - φλυαρεῖ ἀπελπιστικά. Ἀπελπιστικὰ βαρὺς ἄνθρωπος.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/