γυˬαλοκόβω
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοκόβω
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοκόβω (Ι) Πελοπν. (Γαργαλ.) κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. γυˬαλί, διὰ τὸ ὁπ. βλ. γυˬαλὶ Α1, καὶ τοῦ ρ. κόβω.
Σημασιολογία
Τέμνω τι δι᾽ αἰχμὴροῦ τεμαχίου ὑάλου ἔνθ᾽ ἀν.: Τὸν ἔπιˬασε νὰ κλέβῃ καὶ τὸν ἐχάραξε μ᾽ ἕνα γυˬαλί, τόνε γυˬαλόκοψε γιὰ τὰ καλὰ Πελοπν. (Γαργαλ.)
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA