ἀπελπιστικὸς
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπελπιστικὸς
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπελπιστικὸς ἐπίθ. σύνηθ. ἀπερπιστικὸς Λεξ. Δημητρ. ἀπολπιστικὸς Πελοπν. (Ἀρκαδ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπέλπιστος καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -ικός. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.
Σημασιολογία
Ὁ φέρων, ὁ προκαλῶν ἀπελπισίαν σύνηθ.: Ἡ κατάστασι τοῦ ἀρρώστου εἶναι ἀπελπιστικὴ σύνηθ. Ὅλα ’ς τὰ μάτια του ἐφαίνονταν ἀπελπιστικά, μαῦρα ΑΚαρκαβίτσ. Ζητιᾶν. 24.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA