γυˬαλοκοπῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοκοπῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλοκοπῶ πολλαχ. γυˬαλουκουπῶ Θεσσ. (Ζαγορ. Κακοπλεύρ. Μαυρέλ. Φωτειν κ.ἀ.) Θρᾴκ. (Αἶν.) Λέσβ. (Ἀγιάσ. κ.ἀ.) γυˬαλοκοπάω Πελοπν. (Ἀρκαδ.) γυˬαλοκουπάου Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Δίβρ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ. κ.ἀ.) γυˬαλουκουπάου πολλαχ. βορ. ἰδιωμ. γυˬαλ-λοκοπῶ Κῶς Ρόδ. Σύμ κ.ἀ. γυˬαλτοκοπῶ Ἀστυπ. ᾽υˬαοκοπῶ Νάξ. (Ἀπύρανθ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ. –κοπῶ.
Σημασιολογία
Λάμπω ἰσχυρῶς, ἐκπέμπω μαρμαρυγὰς ἔνθ᾽ ἀν.: Γυˬαλοκοπάει τὸ σπίτι της ἀπὸ τὴν πάστρα Πελοπν. (Γαργαλ.) Πῆρε τὴ λαγανιˬὰ καὶ ξιˬάρισε τὴν αὐλὴ καὶ τὴν ἔκανε νὰ λαμποκοπάῃ (λαγανιˬὰ = σάρωθρον, ξιˬάρισε = σάρωσε, σκούπισε) Πελοπν. (Μαργέλ.) Μέσ᾽ ᾽ς τὸ Μαγιˬάπριλο πέφτουνε οἱ ἐλιˬὲς μοναχὲς τους καὶ τὰ χορταράκιˬα γιˬομίζουν ὅλο λάδι καὶ γυˬαλοκοπᾶνε Κέρκ. (Ἀργυρᾶδ.) Γυˬαλοκοπᾷ ἡ ράχη τοῦ νερόφιδου Ἴος. Γυˬαλ-λοκοποῦν dὰμ-μάθιˬα του ᾽πὸ τὴχ-χαράν dου Κῶς. ᾽υˬαοκοποῦν οἱ αὐλές της ἀ᾽ τὴ bάστρα Νάξ. (Ἀπύρανθ.) Γυˬαλουκόπα τοὺ νιρὸ ᾽πὶ τ᾽ φιgαριˬοῦ τ᾽ν ἀνιλαbὴ Λέσβ. (Ἀγιάσ.) Κιˬ ἀμέσως ἄρχισε νὰ λιχνᾷ φλουριˬά, διˬαμαντικὰ, μπριλάντιˬα, ποὺ γυˬαλοκοπούσανε σὰ μέρα (ἐκ παραμυθ.) Κύθηρ. Οἱ πονηρτζὲς τῆς γρ᾽ντζᾶς ἐγυˬαλτοκοπούσανε ᾽ς τὸν ἐμυˬαλτόν dης (ἐπὶ ζωηρότητος σκέψεως˙ ἐκ παραμυθ.) Ἀστυπ. Μᾶς ζαρώνουν τὸ πετσί, ποὺ γυˬαλοκοποῦσε πρὶν Χ. Χρηστοβασ., Διηγ. στάν., 13. Πβ. ἀστραφτοκοπῶ, διὰ τὸ ὁπ. βλ. ἀστραφτωκοπῶ. Συνών. βλ. εἰς λ. γυˬαλιζοκοπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA