γυˬαλομαχῶ
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλομαχῶ
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ρήμα
Τυπολογία
γυˬαλομαχῶ ἐνιαχ. γυˬαλουμαχῶ Θρᾴκ.(Μάδυτ.) Μακεδ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ρ. γυˬαλίζω καὶ τῆς παραγωγ. καταλ –μαχῶ, περὶ τῆς ὁπ. βλ. Γ. Χατζιδ., Ἀθηνᾶ 22 (1910), 251.
Σημασιολογία
Ἀπαστράπτω λαμπρῶς, ἰσχυρῶς. Συνών. γυˬαλιζοκοπῶ, γυˬαλοκοπῶ.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA