γυˬαλοπαράθυρο

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

γυˬαλοπαράθυρο

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Ουσιαστικό

Γένος

Ουδέτερο

Τυπολογία

γυˬαλοπαράθυρο τό, Μ. Χατζόπ., Ντόπ. ζωγράφ., 13 γυˬαλουπανάθυρου Λέσβ.

Ετυμολογία

Ἐκ τῶν ούσ. γυˬαλὶ καὶ παράθυρο.

Σημασιολογία

1) Ὁ ξύλινος σκελετὸς τοῦ παραθύρου ἐπὶ τοῦ ὁποίου ἐφαρμόζονται οὶ ὑαλοπίνακες Μ. Χατζόπ., ἔνθ᾽ ἀν.: Τὰ γυˬαλιˬὰ ἔλειπαν ὅλα ἀπὸ τὰ γυˬαλοπαράθυρα. 2) Τὸ παράθυρον μετά τῶν εἰς αὐτὸ ἡρμοσμένων ὑαλοπινάκων Λέσβ.: ᾌσμ. Σπίτιˬα μου, γιˬὰ ᾽ρημάξετε, σκάλες μου, δότι κάτου καὶ σεῖς γυˬαλουπανάθυρα, γυρίσιτι ἄνου κάτου.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/