ἀπεραντοσύνη
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεραντοσύνη
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
ἀπεραντοσύνη ἡ, ΝΣαντοριν. Ἀγγελοκρούστ. 10 ΚΜπαστ. Ἁλιευτ. 160
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἐπιθ. ἀπέραντος, καὶ τῆς παραγωγικῆς καταλ. -σύνη.
Σημασιολογία
Τὸ νὰ εἶναί τι ἀπέραντον ἔνθ᾿ ἀν.: Να αἰστανθῶ τὰ μάτιˬα του νὰ γεμισουνε τὴν ἀπεραντοσύνη τοῦ πελάου ΝΣαντοριν. ἔνθ᾽ ἀν. Ἀγναντεύουν τὸ πέλαγο σὰν νά ’τανε ὅλη τούτη ἡ γαλάζιˬα ἀπεραντοσύνη δικό τους βιλαέτι ΚΜπαστ. ἔνθ’ ἀν.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA