γυˬαλόπετρα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλόπετρα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Θηλυκό
Τυπολογία
γυˬαλόπετρα ἡ, Ζάκ. (Μαχαιράδ. κ.ἀ.) Κέως Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ.) Δ. Λουκοπ., Γεωργ. Ρούμελ., 315 καὶ Ποιμεν. Ρούμελ., 197 –Π. Βλαστ 482 γυˬαλόπιτρα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μυρόφυλλ.) Μακεδ. (Βέρ. Πεντάλοφ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. κ.ἀ.) ᾽υˬαλόπετρα Κάρπ. Κάσ. γυˬαλ-λόπετρα Κύπρ. Κῶς Νίσυρ. κ.ἀ.
Ετυμολογία
Ἐκ τῶν οὐσ. γυˬαλὶ καὶ πέτρα.
Σημασιολογία
1) Λίθος σκληρός, ἔχων τὴν στιλπνότητα καὶ ἐνίοτε τὴν διαφάνειαν ὑάλου Κάρπ. Κάσ. Κῶς Νίσυρ. Πελοπν. (Βερεστ. Γαργαλ. Μαργέλ. Μηλιώτ. Παιδεμέν. Ποταμ.) –Λεξ. Βλαστ. 482: Οἱ τσουκαλᾶες μαεύgουν dὲς γυˬαλ-λόπετρες ᾽πὸ τὲς ἄκριες τῶν bοταμῶ, ᾽λέθου dες μὲ μολύβιν ταὶ κάμνουν dην ἀλοιφὴν ταὶ ᾽λείβgουν τ᾽ ἀντζε͜ιὰ (μαεύgουν = μαζεύουν, λείβgουν = ἀλείφουν) Κῶς. Συνών. ἁλατόπετρα 1. 2) Ὁ θειικὸς χαλκὸς καὶ τὸ ἐξ αὐτοῦ διάλυμα Ἤπ. (Ζαγόρ. Κουκούλ. κ.ἀ.) Θεσσ. (Δομοκ. Μυρόφυλλ.) Μακεδ. (Βέρ.) Στερελλ. (Αἰτωλ. Ἀκαρναν. Εὐρυταν. κ.ἀ.) –Δ. Λουκόπ., Γεωργ. Ρούμελ, 315 καὶ Ποιμεν. Ρούμελ., 197 –Π. Βλαστ. 482: Ὅσα κλήματα ἔχ᾽νι πιρουνόσπουρου, τὰ ραντίζουμι μὶ λε͜ιουμέ᾽ γυˬαλόπιτρα Εὐρυταν. Ἔβαμαν γυˬαλόπιτρα γιˬὰ τὰ πράματα ἁπ᾽ ἔσκαγαν τὰ πόδιˬα καὶ γέριβαν (ἔβαμαν = ἐβάζαμε, πράματα = αίγοπρόβατα, ἀπ᾽ = ποὺ) Μυρόφυλλ. Συνών. ἀλογολίθι, ἀλογόπετρα, γαλαζόπετρα, μαβιˬὰ πέτρα, πέτρα, χαλκόπετρα, χαλκός. 3) Κρύσταλλον τοῦ ὀρυκτοῦ χαλαζίου τοῦ κοινοῦ διὰ τὴν πρὸς τὴν ὕαλον ὁμοιότητα κατὰ τὴν στιλπνότητα καὶ τὴν διαφάνειαν Ζάκ. Κύπρ. Κέως. 4) Ὁ πυριτόλιθος Μακεδ. (Πεντάλοφ.) Συνών. τσακουμακόπετρα.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA