γυˬαλοπετρίασμα
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
γυˬαλοπετρίασμα
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Ουσιαστικό
Γένος
Ουδέτερο
Τυπολογία
γυˬαλοπετρίασμα τό, ἐνιαχ. γυˬαλουπιτρίασμα Θεσσ. (Δομοκ.)
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ ἀμαρτ. ρ. γυˬαλοπετριάζω.
Σημασιολογία
Ὁ ραντισμὸς τῆς ἀμπέλου δια διαλύματος θειικοῦ χαλκοῦ. Πβ. γυˬαλόπετρα 2.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA