ἀπεργοσπάστης
Ενότητα:
Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών
Λήμμα
ἀπεργοσπάστης
Τύπος
Λήμμα
Μέρος του λόγου
Επίθετο
Τυπολογία
ἀπεργοσπάστης ὁ, λόγ. σύνηθ.
Ετυμολογία
Ἐκ τοῦ οὐσ. ἀπεργὸς καὶ τοῦ ρ. σπάζω.
Σημασιολογία
1) Ὁ ἐργάτης ὁ μὴ ἀπεργῶν, ὁ μὴ μετέχων ἀπεργίας. 2) Ὁ προσφερόμενος πρὸς ἐργασίαν ἐργάτης εἰς ἀντικατάστασιν ἀπεργοῦντος.
Creative Commons
Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA