ἀπερήφανος

Ενότητα:

Διαλεκτικό υλικό των εκδεδομένων τόμων του Ιστορικού Λεξικού της Νέας Ελληνικής Γλώσσης της Ακαδημίας Αθηνών

Λήμμα

ἀπερήφανος

Τύπος

Λήμμα

Μέρος του λόγου

Επίθετο

Τυπολογία

ἀπερήφανος ἐπίθ. Θήρ. (Οἴα) Ἰων. (Σόκ.) Κύπρ. Νάξ. Σάμ. Σῦρ. Τῆν. –Κορ. Ἀνέκδ. λεξιλ. σημ. 83 -Λεξ. Βάιγ. Δεέκ Μ.Ἐγκυκλ. Πρω.

Ετυμολογία

Ἐκ τοῦ στερητ. ἀ- καὶ τοῦ ἐπιθ. Περήφανος. Ἡ λ. καὶ παρὰ Σομ.

Σημασιολογία

Ἀπερηφάνευτος, ὃ ἰδ., ἔνθ’ ἀν.: Ἀπερήφανος ἄνθρωπος ἐνιαχ. Ἔν᾿ πολλὰ ἀπερήφανος Κύπρ. Μὴν εἶσαι ἀκατάδιχτους, νά ᾽σι ἀπιρήφανους Σάμ.

Creative Commons

Αναφορά Δημιουργού - Μη Εμπορική Χρήση - Παρόμοια Διανομή 4.0 Διεθνές - CC BY-NC-SA

https://creativecommons.org/licenses/by-nc-sa/4.0/